Ο Αγλαής, ένα καλαμιδόψαρο, απαυδισμένος γιατί τ’ αρσενικά ψάρια του είδους του χρησιμοποιούνται ως εργαλεία αναπαραγωγής και διαιώνισης, πράγμα που, όπως υποστηρίζει, υποτιμά και αφαιρεί την αξιοπρέπειά τους, κάνει αίτηση για να μεταβεί ως αρσενικό μέλος στο ανθρώπινο είδος...
ΣΩΜΑ Με το δέρμα μου μπάλες έραψα να ‘χουν να παίζουν τα παιδιά στη γειτονιά, γάντια, να ζεσταίνονται τα χέρια των γονιών μου, έπιπλα έντυσα, ν΄απολαμβάνουν οι επισκέπτες...
ΚΑΙ ΟΜΩΣ Ο ΓΛΑΡΟΣ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΤΗΝ ΑΥΓΗ Μεθυσμένο το κεφάλι μου Σκάλωσε η μορφή σου μέσα του Και αρνείται επίμονα να φύγει Με κυνηγάς παντού, όπου και εάν πάω Τα χρώματα τα αζωγράφιστα Πλέκεις μέσα στη ματιά σου Εκείνης της αυγής – θυμάσαι; Κι εγώ διαπράττοντας πάλι την ύβριν Βουτάω μέσα της Και προσπαθώ να σε αγκαλιάσω Όσο διαρκεί το συννεφοπερπάτημά σου Μα τη στιγμή που η ασεβής Μια χαραμάδα σαν να διακρίνω Για να τρυπώσω για λίγο στα έγκατά σου Εσύ πετάς πια πέρα στο Γαλάζιο Βάφοντας με χρυσόσκονη τα φτερά σου...
Παραμύθι ή ερωτική ιστορία; Όνειρο ή πραγματικότητα; Ό,τι κι αν συμβαίνει μέσα σ’ αυτό το μικρό χρονικό, το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτή η γάτα δεν έχει καμία σχέση με όσες γνωρίζατε μέχρι τώρα...
Το πρόσωπο Μου έδωσε όνομα πρόσωπο ανακάλυψα τότε ποιο ήταν το πρόσωπό μου άγγιξα τις γραμμές το περίγραμμά του το είδα το αντίκρυσα πρώτη φορά στον καθρέφτη με φώναξα με το όνομά μου επιτέλους είχε πια σάρκα και οστά δεν ήταν κάτι άγνωστο μια αφηρημένη έννοια ή λέξη άφηνε πίσω ένα ανθρώπινο αποτύπωμα μια φυσική παρουσία που έπαιρνε σχήμα και μορφή από τον νόμο της βαρύτητας...
Λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Ζακύνθου, ένας νεαρός αγρότης, ο Παναγιώτης, ερωτεύεται την Μαρμαρού, μια γυναίκα βρικόλακα που έχει στοιχειώσει το σπίτι του...