Η ΚΑΘΟΔΟΣ Τώρα πια έχω συνηθίσει την καθημερινή μου κάθοδο στον Άδη κι όταν τα είδωλα του πατέρα και της μάνας μου με πλησιάζουν και ρωτούν με αγωνία τι γυρεύεις εδώ κάτω δύστυχε, ποιος δαίμονας σε σπρώχνει να παρατήσεις το φως του ήλιου και ψάχνεις μάταια να ζωντανέψεις σκιές ανώφελες, πρόσεχε αγόρι μου μη σε μαγέψουν τα σκοτάδια....
(Δείγμα γραφής: ΔΙΚΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ Βραχύ, βραχύ, μακρόν - ή μάλλον όχι μακρόν, βραχύ, βραχύ· τι ποιητής αλήθεια να μπερδεύω τους ανάπαιστους με τους δακτύλους· ορισμένως, το ηρωικό εξάμετρο δεν μου ταιριάζει μόλις ξεκινήσω με το πρώτο βήμα πέφτω και τσακίζομαι και τι να πω για τ αναρίθμητα μελικά και χορικά τις σαπφικές και τις πινδαρικές στροφές, εδώ σηκώνω τα χέρια, παραιτούμαι....