Ένα τεράστιο θέατρο όπου αναδημιουργείται η ψυχή των πραγμάτων, όπου σχεδιάζονται οι συντεταγμένες, οι αύξουσες και οι φθίνουσες, όπου τα χάσματα συνυφαίνονται με το χάος των σκέψεων στην πορεία, όπου κάθε εικόνα είναι καρπός ενός συγκεκριμένου και ιερού συναισθήματος....
Κόρακες μαύροι-στυγεροί παιδί μου οι Ανθρώποι είν’ η καρδιά τους μιαρή στου σκότους το κατόπι Στον ίσκιο παραστέκουνε δίχως να βγάλουν άχνα να πέσεις περιμένουνε για να σου φαν’ τα σπλάχνα Δες ακριβέ μου εκτενώς με οφθαλμούς της ράχης μη σε φοβίζει κεραυνός το νου στσ’ Ανθρώπους να ’χεις! Κι αν κάποιον δεις με μια πληγή και να τη δέσεις σκύψει ραψ’ την να μην αιμορραγεί κι εντός σου μια θ’ ανοίξει....
Είκοσι ένας νέοι κύπριοι ποιητές (δεκαεφτά Ελληνοκύπριοι και τέσσερις Τουρκοκύπριοι) συστεγάζονται στην Ανθολογία αυτή· από αυτούς, εννιά είναι γυναίκες και δώδεκα άντρες, που γεννήθηκαν στα χρόνια 1980-1994 και άρχισαν να δημοσιεύουν ποιήματά τους κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα....
Αυτή η φλούδα που ξεκολλά στο κρανίο μου στρέφεται γύρω απ’ τα μάτια και χάσκει τριγύρω παιδιά κρατημένα σφιχτά στο λαιμό μου με τραβούν προς το χώμα....
Όλα τα ταξίδια που σου έταξα σε πόλεις, σε ποτάμια, σε έρωτες ή θάλασσες και δεν έγιναν, θα διανύσω στον υφασμάτινο χάρτη του κόσμου που με περιτυλίγει καθώς εισχωρώ στο απέραντο γαλάζιο, πράσινο και μαύρο νερό της θάλασσας για να χορέψω ένα τανγκό στον βυθό....
χάθηκ’ ο νους μου ο γέρος στο βουνό, σαν ελαφάκι ο γέρος νους μου μαγεμένος, σαν κρι-κρι παλαβό ο νους μου ο ιππότης, αλλά από βράχο σε βράχο πάντα ατρόμητο γεφύρι, πότε σε θάμνο αναγκαστικά μέσα του πολύ πατώντας, πότε σε πέτρα κοφτερή σαν ακόμα νεανική σκέψη, κατσίκι όμως για πάντα πια χαμένο στο βουνό ο νους μου ο πριν με αγωνία χωριάτης, ο παλιά των πόλεων, των Αθηνών ο νους μου φανοστάτης, από μόνος στων βουνών τα μαύρα πια σκοτάδια ευτυχώς, αόρατο, αθάνατο ελαφάκι....
Όταν η πόλη κοιμάται η βροχή ξαπλώνει στο ξύλινο παγκάκι της πλατείας κάνει παρέα με τη νύχτα και το γλόμπο της κολόνας στη γωνία ρουφά τα σκουπίδια απ’ τις άκρες των πεζοδρομίων λύνει την ακινησία μ’ ένα σκούντημα στην πλάτη του άστεγου δρόμου λέει καντάδες έξω από ανοίκιαστα σπίτια γράφει στιχάκια ελπίδας στις βιτρίνες κλειστών μαγαζιών γίνεται ρυάκι που γλυκαίνει τη μοναξιά με το δρόσο απ’ το ρευστό φιλί της....