Όταν τα σκοτάδια πήραν φωτιά, τα σώματά μας έφεγγαν σε κοινή θέα, οι κτίστες έφυγαν κι άφησαν το τείχος μισό, ο φόβος είχε ήδη μπει στην πόλη καιρό τώρα, μαζί κι η σιωπή...
Τα μάτια μου είναι άγρια· τα χείλη μου σφιχτά. Το πουλί πετάει· το λουλούδι χορεύει· αλλά εγώ ακούω πάντα τον υπόκωφο ήχο των κυμάτων· και το αλυσοδεμένο τέρας ποδοπατάει στην παραλία. Ποδοπατάει, πάλι και πάλι.
[…] Διασταυρώθηκαν τα ξίφη των μαχητικών καυσαερίων στον ουρανό της νότιας επαρχίας πάνω ακριβώς από τον άγνωστο ταριχευμένο στρατιώτη και τον εύθραυστο δρομέα που μόνιμα ακίνητος κόβει το νήμα της ιλιγγιώδους ζωής μας...