Η Ελπίδα και ο Νίκος βρέθηκαν ως έφηβοι στα υψίπεδα της Παπούα Νέα Γουινέα, μετά από βλάβη και συντριβή του ιδιωτικού αεροσκάφους που ταξίδευαν μαζί με τη μητέρα της Ελπίδας και πιλότο τον πατέρα του Νίκου...
Είχε ακόμα τα λόγια της γριάς ουρλιαχτό μες την ψυχή της, ό,τι την είχε προειδοποιήσει εκείνη την μέρα που βρέθηκε στο διάβα της, το έβλεπε σιγά σιγά να πραγματοποιείται...
Η φιλοσοφία ετοιμασίας αυτών των καρτελών βασίζεται στην άποψη ότι για να διορθώσουμε το παιδί που σφάλλει στην ανάγνωση ή / και στην ορθογραφία, δεν είναι απαραίτητο να το διορθώνουμε προφορικά, όταν μάλιστα αυτή η διόρθωση συνοδεύεται συχνά με ένα όχι και τόσο ενθαρρυντικό ύφος, γεγονός που εν τέλει προσβάλλει το παιδί...
Όλα ήταν ήσυχα και τακτικά στη ζωή της Σαμπρίνα, ξεκινούσε την πρακτική της στο Μουσείο Καλών Τεχνών του Χιούστον, όταν σε μια δεξίωση της διεύθυνσης του Ιδρύματος την πέτυχε το βέλος του φτερωτού θεού και ερωτεύτηκε τον όμορφο έλληνα καθηγητή και επιμελητή του μουσείου, Νίκο Σούλη...
Στη μελλοντική μεγαλούπολη, δυο νέοι γνωρίζουν τον έρωτα, δίνουν τις αιώνιες υποσχέσεις, σχεδιάζουν το κοινό τους μέλλον, πιστεύουν πως τα αισθήματά τους θα αντέξουν στον χρόνο...
Το τριανταφυλλένιο στόμα της Ρόζας, τα άτακτα χεράκια της Ζωζώς, ο τρόπος που γελάει η Ρίτα, τα σμιχτά φρύδια της Ελένης, το απαλό δέρμα της Χρυσής, η ενεργητικότητα της Τζένης, η ηδυπάθεια της Σοφίας, τα μακριά μαλλιά της Μυρτώς, οι σκούρες ρώγες της Άννας, τα γυμνασμένα πόδια της Άντζελα και η μέση δαχτυλίδι της Ρούλας...
Το λιμάνι είχε γεμίσει βαπόρια, κιβώτια, καλοντυμένο κόσμο φερμένο από την πρωτεύουσα και κάθε λογής αντικείμενα που αράδιαζαν οι βαστάζοι στην προκυμαία...