Παρθένα μου, την έχεις βάλει σε τέτοιο χορό που είναι να θαμάξεις: oι καλύτεροι αυλικοί, τότε που η αυλή αυλιζότανε στο Ουίνζορ, δεν μπόρεσαν να την μπάσουν σε τέτοιο χορό· κι όμως εκεί ’τανε ιππότες, ήτανε λόρδοι, ήταν αρχόντοι με τ’ αμάξια τους, σου ορκίζομαι, αμάξι στ’ αμάξι, γράμμα στο γράμμα, δώρο στο δώρο· και να μοσκοβολάν τόσο γλυκά –όλο μόσκο– κι όλο φρου-φρου, σου ορκίζομαι, μες στο μετάξι και στο μάλαμα· και με τέτοιες απρεπείς ουρολογίες· και με τέτοιο κρασί και ζάχαρη, το πιο καλό κι ωραίο, που θα μπορούσε να κερδίσει την καρδιά κάθε γυναίκας· και, εγώ σ’ το βεβαιώνω, ποτέ δεν μπόρεσαν να πάρουν έν’ ανάβλεμμά της...
Η χάρη που ’χει το έλεος δεν επιβάλλεται, στάζει σαν την γλυκιά βροχή απ’ τον ουρανό πάνω στο χώμα: είναι διπλά ευλογημένο· βλογάει κι αυτόν που δίνει κι αυτόν που παίρνει: είναι των κραταιών το κραταιότερο· ταιριάζει του θρονιασμένου ρήγα πιο καλά απ’ το στέμμα του· το σκήπτρο του έχει δύναμη εξουσίας πρόσκαιρης, […] αλλά το έλεος είναι πάνω απ’ το σκηπτρούχο κύρος, […] είναι ιδιότητα του ίδιου του Θεού, και η γήινη εξουσία μοιάζει πιο πολύ με θεία όταν το έλεος συνοδεύει τη δικαιοσύνη...
Σε μένα ’χει προσπέσει, όπως σε σένα τώρα εγώ, κι ο άγριος πολεμόθεος που ποτέ ?ω φόβος, τρόμος!– δεν έχει σκύψει ο σβέρκος του ο νευρώδης σε ομαλό και βγαίνει πάντα νικητής σ’ όποιον αγώνα· κι όμως αιχμάλωτος και σκλάβος μου με ικέτευε γι’ αυτό που δίχως συ να το ζητάς σου το προσφέρω εγώ...
Γιατί έφτιαξες δημοτικά σχολεία· κι ενώ πρώτα οι προπάτορές μας δεν είχαν άλλα βιβλία από την τσέτουλα και τις γιώτες, εσύ μας έκανες με τυπογραφεία· και, ενάντια στον βασιλιά, το στέμμα του και το αξίωμα, έφτιαξες χαρτοποιεία...
Αν η χάρη που σου ζητάμε ήταν να σώσεις τους Ρωμαίους, με χαλασμό των Βόλσκων όπου υπηρετείς, ε, τότε να καταδικάσεις πρέπει εμάς, που θέλουμε να σ’ ατιμάσουμε: όχι η αίτησή μας είναι να τους φιλιώσεις: να μπορούν να ειπούν οι Βόλσκοι «εμείς εδείξαμε έλεος»...
Μ’ όλα αυτά απόκαμα, ζητάω ν’ αναπαυτώ στο μνήμα: να βλέπω, λέω, την αρετή ζητιάνα γεννημένη, το κούφιο Τίποτα φαιδρό με κορδωμένο βήμα, την Πίστη την αγνότερη χυδαία απαρνημένη, την τιμημένη Υπεροχήν αισχρά παραρριγμένη, τη χάρη την παρθενική ωμά ξεπορνεμένη την τέλειαν Ωραιότητα κακά εξευτελισμένη, την Αξίαν από ανάπηρην κυβέρνια αχρηστεμένη, την Τέχνη από την κρατική εξουσία γλωσσοδεμένη, τη Γνώση απ’ τη σχολαστική Μωρία περιορισμένη, την πιο απλήν Αλήθεια ηλίθια παρανομασμένη, την Καλοσύνη στην κυρα-Κακία υποταγμένη...
Στο συναρπαστικό νέο αριστούργημα του αξεπέραστου Ντάνιελ Σίλβα, ο θρυλικός κατάσκοπος και συντηρητής έργων τέχνης Γκαμπριέλ Αλόν αναλαμβάνει μια επικίνδυνη έρευνα για να ανακαλύψει τον μεγαλύτερο πλαστογράφο έργων τέχνης όλων των εποχών...
Τα κείμενα της παρούσας έκδοσης παρουσιάζονται για πρώτη φορά σε ελληνική μετάφραση και συγκροτούν τον κύριο όγκο των δημοσιευμάτων που αφορούσαν την Κύπρο και τα οποία εμφανίστηκαν σε έγκριτα βικτωριανά περιοδικά την περίοδο μεταξύ του 1878 και 1891...
Όταν η Μορτίνα ανεβαίνει στη σοφίτα ψάχνοντας αποκριάτικα κοστούμια με τους φίλους της, βρίσκει μια καρτ ποστάλ από τους γονείς της! Ήταν από την τελευταία φορά που έφυγαν για ένα μακρινό ταξίδι...