«Πιστεύω –αν και πολιτικός δεν είμαι, ούτε θέλω να είμαι– πως αυτό θα φέρει πόλεμο· και πιο γοργά θ’ ακούσεις πως οι λεγεώνες που είν’ τώρα στη Γαλλία, κάναν απόβαση στη άφοβή μας Βρετανία, παρά πως πλήρωσαν μια πένα...
Εμπρός για το τσιμπούσι, γλεντήστε, ξεφαντώστε, τσουγκρίστε τα γεμάτα για την παρθενιά της, ευθυμήστε τρελά, ή πάτε κρεμαστείτε: μα η καλή μου Καίτη, αυτή θα ’ρθει με μένα...
Θα τη λατρεύουν και θα τη φοβούνται· οι δικοί της θα την ευλογούν· οι εχθροί της θα τρέμουν σαν στάρι στο χωράφι που το δέρνει μπόρα και θα κρεμάνε τα κεφάλια τους με θλίψη· μαζί της το καλό θ’ αυξαίνει...
«Των φίλων μου, που πρέπει να τους κάμεις φίλους σου κεντριά και δόντια τώρα τώρα είναι βγαλμένα· με τον σκληρό τους μόχτο πρόκοψα αρχικά και βέβαια μου ’θρεψε τον φόβο η δύναμή τους μήπως με ξεθρονίσουν: για να τ’ αποφύγω τους ξέκανα […] Για τούτο Χάρη μου τον νου σου, θερκοκέφαλους να τους απασχολείς σε πόλεμο έξω· η δράση στο εξωτερικό σβήνει τη μνήμη απ’ τα παλιά»...
Ο έρωτας ειπώθη από τις διάφορες εποχές, ανάλογα με τις ιδέες τους, θείος, ιερός, χυδαίος, κοινός, αφύσικος… Για τον Σαίξπηρ, τον ποιητή της Αναγέννησης, ο Έρωτας είναι η όλο υγεία ορμή, η γλυκιά όσο και φυσική μανία που πιάνει τ'' ανθρώπινα πλάσματα, ιδιαίτερα την άνοιξη της ζωής τους, όταν ανθίζει η εφηβεία, και τα σμίγει, κι έτσι ανανιώνει τη ζωή και κάνει την ανθρωπότητα αθάνατη και τη γη οικουμένη...
Εδώ ο Σαίξπηρ μας παρουσιάζει τον πόλεμο χωρίς ελαφρυντικά, δείχνοντάς μας, σαν σε καθρέφτη, μια εικόνα φόνου και ασέλγειας μοναδική σε ζωντάνια, μέγεθος, πληρότητα...
Ποιο χαλινάρι δύναται να συγκρατήσει τον αιμοβόρο και στραβό στρατιώτη να βάζει τα βρωμόχερά του στα σγουρά των κοριτσιών σας που στριγγά θα ξεφωνίζουν· τους πατέρες σας να σέρνονται απ’ τα ψαρά τους γένια, τα σεβαστά κεφάλια τους να σπάζονται στους τοίχους, στις λόγχες καρφωμένα τα γυμνά σας βρέφη, ενώ οι τρελές μανάδες με ουρλιαχτό και σκούσμα θα σκίζουνε τα σύννεφα, καθώς οι Εβραίες μπροστά στου Ηρώδη τους μαυρόψυχους φονιάδες...