Η Άλκη (Αγγελική) Ζέη (15 Δεκεμβρίου 1923 - 27 Φεβρουαρίου 2020) γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας της καταγόταν από την Κρήτη και η μητέρα της από τη Σάμο όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ, παρακινούμενη από την Διδώ Σωτηρίου. Ενώ φοιτούσε στη δραματική σχολή το 1943 γνώρισε τον μελλοντικό της σύζυγο, θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου (1913-1990), με τον οποίο παντρεύτηκε το 1945. Το 1948, ύστερα από την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο, ο σύζυγός της διέφυγε στην Τασκένδη. Η Ζέη προσπάθησε να τον ακολουθήσει αλλά τη συνέλαβαν και την εξόρισαν στη Χίο λόγω των πολιτικών της πεποιθήσεων. Ύστερα από προσπάθειες έξι ετών, και αφού έμεινε για καιρό στην Ιταλία, το 1954 επανασυνδέθηκε με τον σύζυγο της στην Τασκένδη. Το 1957 μετακόμισαν στη Μόσχα, όπου σπούδασε στο τμήμα σεναριογραφίας του Ινστιτούτου Κινηματογράφου της Μόσχας και απέκτησε δύο παιδιά, την Ειρήνη που εργάζεται ως διερμηνέας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον Πέτρο που είναι σκηνοθέτης του κινηματογράφου και εργάζεται στην Ελλάδα. Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα για να ξαναφύγει πάλι το 1967, με την κήρυξη δικτατορίας -αυτή τη φορά για το Παρίσι- και να επιστρέψει οριστικά όταν έπεσε η απριλιανή χούντα. Όπως περιγράφει γλαφυρά στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της "Με μολύβι φάμπερ νούμερο 2", ασχολήθηκε από μικρή με το γράψιμο ενώ στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου άρχισε να γράφει για το κουκλοθέατρο. Μαθήτρια ακόμα, έγραψε μια σειρά διηγημάτων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "Νεανική Φωνή", περιοδικό για νέους που ανάμεσα στους συνεργάτες του συγκαταλεγόταν ο Τάσος Λιγνάδης και ο Μάριος Πλωρίτης. Κατά την παραμονή της στη Σοβιετική Ένωση, έγραψε διηγήματα που τα έστειλε στην Ελλάδα και δημοσιεύτηκαν στην "Επιθεώρηση Τέχνης" και αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο με τίτλο "Αρβυλάκια και γόβες". Πρώτο της μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, ήταν το "Καπλάνι της βιτρίνας". Το "Καπλάνι" εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον εκδοτικό οίκο Θεμέλιο και ύστερα από τον Κέδρο, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και έγινε η πρώτη της μεγάλη συγγραφική επιτυχία. Ακολούθησαν, όλα από τον Κέδρο, "Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου", "Κοντά στις ράγες", "Ο θείος Πλάτων", "Μια Κυριακή του Απρίλη", "Τα παπούτσια του Αννίβα", "Η μωβ ομπρέλα", που αγαπήθηκαν από τα παιδιά στην Ελλάδα και το εξωτερικό. "Το Καπλάνι της Βιτρίνας", "Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου" και το "Κοντά στις ράγες" βραβεύτηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες με το Βραβείο Μίλντρεντ Μπάτσελντερ 1974,1974 και 1976, που δίνεται στο καλύτερο μεταφρασμένο παιδικό βιβλίο. Στον Κέδρο εξέδωσε το 1987 το πρώτο της μυθιστόρημα για ενηλίκους, την "Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα", που επίσης αγαπήθηκε πολύ και πούλησε περισσότερα από 135.000 αντίτυπα. Μετέφρασε βιβλία από τα ιταλικά, τα γαλλικά και τα ρωσικά. Έγραψε επίσης δύο θεατρικά έργα για παιδιά, τον "Κεραμυδοτρέχαλο" και τον "Βασιλιά Ματία τον Πρώτο". Το 1992 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας, το 2002 με το βραβείο Giuseppe Acerbi (Καστέλ Γκοφρέντο, Ιταλία) για την "Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα", το 2003 με το βραβείο Εφηβικού Βιβλίου του περιοδικού "Διαβάζω" για το βιβλίο της "Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της" και το 2010 με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Το 2008 ήταν υποψήφια για το διεθνές βραβείο παιδικής λογοτεχνίας Άστριντ Λίντνγκρεν. Το 2012 αναγορεύθηκε επίτιμη διδάκτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου και το 2015 επίτιμη διδάκτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Τα τελευταία βιβλία της, όλα με μεγάλη επιτυχία, ήταν "Ο ψεύτης παππούς" (2017), που έγινε σειρά στην τηλεόραση, "Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;" (2017), "Η βιβλιοθήκη της Άλκης Ζέη" (2018) και "Ένα παιδί από το πουθενά" (2019). Έφυγε από τη ζωή "πλήρης ημερών" το βράδυ της 27 Φεβρουαρίου 2020, σε ηλικία 96 ετών.
Τότε ήρθαν και κάθισαν στο κρεβάτι της ο γάτος, παρέα με τον Βλαντιμίρ, τον μπλε γάτο της κυρίας Όλγας, ο Μεγάλος Άσπρος Κούνελος κι ο Λαπίθης με το κεφάλι του στους ώμους....
"Μα δεν πήρες είδηση τίποτα;" "Όχι, Φάρμουρ, τίποτα." Η Κωνσταντίνα, όταν μετακόμισε με τους γονείς της στη Γερμανία, ήταν τόσο ευτυχισμένη με την καινούρια της ζωή, που ποτέ δεν της πέρασε από τον νου πως μια μέρα θα άλλαζαν όλα.