Ο θεός με υακίνθους γύρω του -αυτή την παράξενη λύπη της ποίησης- και η κόρη γυμνή τόσο γυμνή στην ωραιότητα απ αόρατη δίψα για ένα ποίημα μια γροθιά των ήχων ώσπου το αίμα απ τα σπλάχνα να χυθεί Κύριε, αν είσαι λέξη, δώσε ένα ποίημα στον αέρα για τη σωτηρία της μονάχα...
Τσακίζει τούτο το χέρι που γύρευα να πλύνει την κραυγή όμως εγώ σου φώναζα χτύπα με σάρκα χτύπα με, τα νύχια ακανόνιστα σα βράχια μυτερά θες να πονέσω, πού να χτυπήσεις μόνο ποιήματα ματώνουν τις ρωγμές πιο κάτω πέντε πέθαναν κοιμήσου μνήμη να φύγει ο πόνος απ το στέρνο όλα τα ρήμαξαν κοιμήσου...