Υπήρξε άραγε η υπερπόντια μετανάστευση των σλαβόφωνων κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας στη διάρκεια του Μεσοπολέμου πράξη διαμαρτυρίας και διαφοροποίησής τους από το ελληνικό κράτος, η οποία εκτόνωσε τη δυσαρέσκειά τους ή απέκρυψε την αντίθεσή τους προς την ελληνική διοίκηση; Έγινε μήπως "εξορία" στο πλαίσιο άσκησης συγκεκριμένης κρατικής πολιτικής διακρίσεων; Μήπως λειτούργησε ως μηχανισμός που μετέτρεψε τον σλαβόφωνο μακεδόνα μετανάστη σε "άλλον", σε "απειλή" και πώς αυτή η "απειλή" κινητοποίησε τον κρατικό μηχανισμό; Επιχειρώντας να δώσει απαντήσεις σε αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα, η ανά χείρας μελέτη εξετάζει την ασαφή, ασυντόνιστη και συχνά αυτοαναιρούμενη πολιτική του ελληνικού κράτους σε όλες τις φάσεις της μεταναστευτικής διαδικασίας (από την αναχώρηση και την παραμονή στο εξωτερικό έως την παλιννόστηση), όπως μάλιστα η πολιτική αυτή διαμορφώθηκε υπό την επίδραση των (υπαρκτών ή όχι) απειλών από εξωτερικούς (πραγματικούς ή φανταστικούς) εχθρούς εις βάρος της ασφάλειας των συνόρων, της εδαφικής ακεραιότητας, της εθνικής συνοχής και ομοιογένειας....