Κάτι ασθενικές παπαρούνες Στις όχθες του δρόμου Χωρίς αντιστάσεις στην επέλαση του καλοκαιριού Όπως οι γυναίκες στην εμμηνόπαυση Που δύσκολα μεν αλλά μοιραία Αποδέχονται την επόμενη φάση....
Είμαστε ζωντανοί κάτω από τους πέτρινους ιβίσκους Τ αγάλματα έσπασαν μέσα στη νύχτα Το κρηπίδωμα του λιμανιού ράγισε Σαν την φωνή του καλοκαιριού Τα κύματα τραβήχτηκαν πίσω στη θάλασσα Η γη κινήθηκε απότομα Οι κάτοικοι κοιτούσαν με μια θλίψη στο χέρι Αυτό το καλοκαίρι ήρθε σαν ένα δένδρο Γυμνό από τη θάλασσα Τα λεία μάρμαρα που είχαμε Τα δώσαμε στο χρόνο κι έφυγε Παίρνοντας μαζί του την πόλη Της Κω που αγαπήσαμε....
Ξερίζωνες εντέλειες Με τέτοιες υλακές Οικτρά η νύχτα σε ποθούσε Το ποίημα έλιωνε στα δάκτυλα Και γω κοίταγα ηλίθιος Να στάζει απ τις φτέρνες Ο εαυτός σου....
Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας βρίσκει η νύχτα μου σε νύχτες υφάλους ανοίγουν οι λαμαρίνες, μπατάρει εισβάλλουνε νύχτες των άλλων Και να τώρα ανοίκειο σκοτάδι αλλότριο θάμπος των αστεριών με ξέβρασε τέλος σε νύχτα λημέρι μια παλίρροια αλκοόλ...
Μη μου μιλάς για χωρισμό Τώρα που χειμωνιάζει Άναψε το καλοριφέρ Τη σόμπα με το γκάζι Μη μου μιλάς για χωρισμό Ό,τι έγινε λησμόνα Κάτσε εδώ που ναι ζεστά Να βγάλουμε χειμώνα Εγώ όπως πάει ο καιρός Όπως κυλάει ο χρόνος Άλλοτε θέλω συντροφιά Κι άλλοτε να μαι μόνος Εγώ όπως πάει ο καιρός Είναι το ελάττωμά μου Σε θέλω άλλοτε μακριά Και άλλοτε κοντά μου Μη μου μιλάς για χωρισμό Με τρεις βαθμούς Κελσίου Είναι καιρός του κρεβατιού Κι όχι του εμφυλίου Μη μου μιλάς για χωρισμό Κι η άνοιξη θα αργήσει Να βγει η καρδιά μου στο κλαρί Ξανά να κελαηδήσει...