ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ [Thomas Boberg] Ήταν την ώρα που βγαίνει ο ήλιος πάνω απ΄το σταθμό, έχω χάσει αποσκευές, τραίνο, κατεύθυνση, έχω χάσει τον μπούσουλα, πήγα στην πόλη, ήταν την ώρα που ο ήλιος καίει τους τρούλους, που η σκόνη μαστιγώνει τον κάμπο, που η φτώχεια τριβόταν στο φως, που ο κόσμος γονιμοποιείται στα σκατά, που δε θυμάμαι τι σκέφτηκα, τι έζησα, το τρένο έφυγε, οι νέοι έφυγαν, την περισσότερη νύχτα γρατζουνούσα σ΄έναν τοίχο, ήταν την ώρα που ήταν η ώρα να ξυπνήσεις, η αρρώστια ροκάνιζε γλυκές αναμνήσεις, πέρασα από ένα πάρκινγκ, είδα μια ταμπέλα, ήταν σκονισμένη, άσχημη, αηδιαστική, πίσω από την ταμπέλα υπήρχε ένα δωμάτιο, στο δωμάτιο ήταν ένας άντρας, ήθελε να πουλήσει κάτι, αγόρασα κάτι και ήπια ένα ποτήρι, μετά βγήκα έξω στο σούρουπο, αυτό απλωνόταν σε πλατείες και τρομαχτικές στιγμές, και γύρισα σ΄ένα δωμάτιο, το δωμάτιό μου, όμως ήταν άραγε δικό μου; Εκεί περίμενε ένα βαθύ και ερωτευμένο ραντεβού, αγκάλιασα το ραντεβού μου, είχα ξεχάσει ότι είχα ραντεβού, ένα άλλο βαθύ και όντως ερωτευμένο ραντεβού, είπα ότι το είχα ξεχάσει, είχα ήδη ραντεβού, και είναι εδώ στη γωνία, κλάψαμε, είπα, αλλά μπορώ να διαλέξω, είπε εκείνη, έτσι είναι....