ΚΑΙ ΟΜΩΣ Ο ΓΛΑΡΟΣ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΤΗΝ ΑΥΓΗ Μεθυσμένο το κεφάλι μου Σκάλωσε η μορφή σου μέσα του Και αρνείται επίμονα να φύγει Με κυνηγάς παντού, όπου και εάν πάω Τα χρώματα τα αζωγράφιστα Πλέκεις μέσα στη ματιά σου Εκείνης της αυγής – θυμάσαι; Κι εγώ διαπράττοντας πάλι την ύβριν Βουτάω μέσα της Και προσπαθώ να σε αγκαλιάσω Όσο διαρκεί το συννεφοπερπάτημά σου Μα τη στιγμή που η ασεβής Μια χαραμάδα σαν να διακρίνω Για να τρυπώσω για λίγο στα έγκατά σου Εσύ πετάς πια πέρα στο Γαλάζιο Βάφοντας με χρυσόσκονη τα φτερά σου...