"Ξοδεύτηκαν στοίβες από χρόνια, χιλιόμετρα από ανάσες, τόνοι από ψιθύρους και πάντα στους μεγάλους μου πυρετούς έβλεπα το πρόσωπό μου στριμωγμένο σε μια γωνιά πέτρινου τοίχου και να μην μπορώ να δω δεξιά αριστερά ούτε πάνω κάτω· μόνο στο βάθος, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, διέκρινα μια λουρίδα χωράφι, κατηφορικό χωράφι, κι ένα μικρό τεσσάρων-πέντε χρόνων να σέρνει μια σκουριασμένη αλυσίδα ανάμεσα σε χωμάτινες κόκκινες πέτρες, λεκιασμένες ελπίδες και λιγδερές επιθυμίες, κι ακόμα στο πάνω μέρος του χωραφιού οι μεγάλοι να συνεχίζουν σκυφτοί τη δουλειά....