Στέκονται γυμνοί μπροστά από παράθυρα, γεννούν ψάρια, με το ένα πόδι στο νερό και το άλλο στη λάσπη, δίπλα από τοστιέρες, λάμπες, φωτοτυπικές μηχανές, κρατώντας στο ένα χέρι κόκαλα και στο άλλο μισοφαγωμένα μπέργκερ, ακροβατώντας από πάσσαλο σε πάσσαλο, μεταξύ γης και ουρανού, μεταξύ ενός «και» κι ενός «τζ̌αι», μισοί πουκάμισο μισοί νυχτικό, κωμικοτραγικοί, ονειρεύονται ψάθινα καπέλα κι ευτυχισμένους γονείς, φαντάσματα που ενώθηκαν στα μισά του δρόμου, άνθρωποι εξαφανισμένοι που μόλις εμφανίστηκαν...