Η Γιώτα Κολοβού -πατρικό Ζαγκαβιέρου- γεννήθηκε στη Μεγαλόχαρη Άρτας, αλλά μεγάλωσε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Δημιουργική Γραφή (Ανώτερο Δίπλωμα) και απέκτησε πιστοποιήσεις στους τομείς: «Βασικές αρχές Γραφής Παραμυθιού», «Παιδική Λογοτεχνία» και «Σύγχρονες Τάσεις και Ρεύματα Γραφής Παραμυθιού». Παράλληλα, σπούδασε εικαστικά, αγιογραφία, ζωγραφική, χειροτεχνία και πολλά έργα της βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές. Έτσι, συνδύασε τις δύο τέχνες της και άρχισε να συγγράφει και να διασκευάζει παραμύθια και κάποια να τα εικονογραφεί. Έχει συμμετάσχει σε πολλούς ποιητικούς και λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έλαβε επαίνους από τον Όμιλο για την UNESCO Πειραιώς και Νήσων και Ε.Π.Ο.Κ και από τον σύλλογο ΛΙΝΟΣ Μουσικής Τέχνης και Λόγου για το ποίημά της «για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα» και το χριστουγεννιάτικο παραδοσιακό παραμύθι «Ο Πριόνης και ο Βασταγαιός έσωσαν το δέντρο της γης» (συλλογικό βιβλίο). Πολλά έργα της, ζωγραφικής, χειροτεχνίας και ντεκουπάζ, διατέθηκαν για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Συμμετείχε στο συλλογικό βιβλίο οι «10 μικρές Πασχαλινές ιστορίες» με το παραμύθι της «Το Πάσχα της πασχαλιάς» (Τhe BOOK project) και με το ποίημά της «Σμύρνης Χαλασμός» στο συλλογικό βιβλίο από την «Εταιρία Γραμμάτων και τεχνών Πειραιά». Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Η Αμυγδαλένια και ο Δράκος Φου-Φου», «Καλικάντζαρο-φίλοι για πάντα», «Οι διακοπές της νεροσταγόνας» (εκδόσεις «ΚΟΥΡΟΣ»). Συμμετοχές της σε εκθέσεις: Έκθεση χειροτεχνίας «ΑΣΤΙΚΟ» ΑΓ. ΣΩΣΤΗ (1996), Έκθεση Αγιογραφίας στο Πνευματικό Κέντρο Βάρης (2003), Έκθεση Αγιογραφίας στην αίθουσα Ιωνία του Δήμου Βούλας (2004), Έκθεση Αγιογραφίας της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, στην Κάντζα (2007), Έκθεση Αγιογραφίας στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Βάρης, (2007), Έκθεση Ζωγραφικής στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Βάρης, (2010), Εκθέσεις Ζωγραφικής στο «Γυάλινο κτήριο» στη Βάρκιζα, (2015-2018). Παράλληλα, ασχολείται με την οικογενειακή επιχείρηση, τα τρία της παιδιά και τα τρία λατρεμένα εγγόνια της που της δίνουν χαρά και έμπνευση. (Πηγή: "Εκδόσεις Κομνηνός", 2023)
Τα μυρμήγκια εργάζονται ασταμάτητα το καλοκαίρι για την τροφή και την ασφάλειά τους, όταν την ίδια ώρα ο τεμπέλης τζίζικας σκέφτεται μόνο το τραγούδι...
Θέλοντας να βάψουν και να ομορφύνουν τη νέα πόλη, που δεν είχε ούτε όνομα ούτε χρώμα, τα χρώματα άσπρο και μαύρο το μόνο που κατάφεραν ήταν να φτιάξουν τη μουντή… Γκριζωπία που δεν άρεσε σε κανέναν...