«Πάντως τότε, μπορεί σε τίποτε άλλο να μην τον παίρναμε στα σοβαρά, αφού αυτό μας έβγαινε αυθορμήτως να πράττουμε ως άμυνα έναντι της γενικότερης πλοιαρχικής συμπεριφοράς του μέσα στο σπίτι, μπορεί επίσης με τις βιβλιοθήκες του, παρά τις εντολές και τις συνεχείς παραινέσεις του, να μην ασχολήθηκε ουσιαστικά ποτέ κανείς μας πλην της αδελφής μου, της Ιωάννας, η οποία τις είχε πάρει ράφι προς ράφι και διάβαζε τα πάντα, ένα προς ένα από μικρή· τις γνώσεις του όμως περί βιβλίων και συγγραφέων, αν και μας ήταν παντελώς άχρηστες και αδιάφορες αφού δεν μας ενδιέφερε διόλου το αντικείμενο, δεν είχαμε λόγο να τις αμφισβητήσουμε...
Μόλις μπήκε στο αυλιδάκι ο Μάριος Τσόχος όμως, στάθηκε ακίνητος στη μέση του και κοίταξε έναν γύρο τον τόπο που μεγάλωσε και τον πέτρινο ψηλό μαντρότοιχο από την εσωτερική πλευρά· σαν περιτειχισμένο μικρό μοναστηράκι για να φυλάγεται από τους σκληρούς θαλασσινούς καιρούς ήταν του φάρου το συγκρότημα, έτσι το αναπολούσε όλα τα χρόνια που έλειπε· από την προηγούμενη όμως βραδιά, οπόταν άκουσε όλα αυτά τα τερατώδη πράγματα μέσα στο καφενείο του κυρ Σταύρου, άρχισε το φαρομονάστηρο, που είχε στη νότια άκρη του τού φαναριού τον πύργο, να αποκτάει εντός του άλλη υπόσταση και να ομοιάζει ο φάρος του φαλλός, ο οποίος με την παλμική αναλαμπή της κεφαλής του εξέπεμπε το μήνυμα ότι πάλλεται από πόθο κάθε νύχτα το ιδιότυπο αυτό ασκηταριό και όλο το νησί μαζί"...
Πάντοτε με έτρωγε περιέργεια μεγάλη για το μυστήριο αυτό της προγιαγιάς μας και μια αμφιβολία για τη φύτρα μου την είχα σε όλη μου τη ζωή· τελευταία όμως, μετά και από το μοιραίο ναυάγιο, τον περασμένο Αύγουστο, τότε που τα φερε έτσι η ώρα η κακιά και μπατάραμε με κάλμα μπουνάτσα και έγινε ό, τι έγινε, μου μπήκανε ιδέες διάφορες μες στο κεφάλι μου και σιγά-σιγά, σαν άρχισα να συνέρχομαι κάπως από το σοκ, έπιασα, κρυφά από την Ελένη βεβαίως, για να μην καταλάβει ότι κάπως συνήλθα και πιάσει πάλι την γκρίνια της τη γνωστή για τα περιστέρια, να καταγράφω και να μελετώ τα μοιραία συμβάντα αλλά και την όλη πορεία μας την οικογενειακή μαζί με τα πουλιά, από τρεις γενιές πίσω ίσαμε σήμερα, μπας και βγάλω συμπέρασμα πιο ασφαλές από πού βαστά άραγε ακριβώς η δικιά μου η φύτρα....
Απόμεινα τότε, θυμάμαι, εκεί, κάτω από τη μεγάλη γαλαρία, γερμένος για κάμποση ώρα πάνω στη βαριά σιδεριά της καστρόπορτας, να κλαίω με αναφιλητά, ώσπου μέσα στο βούρκο του μυαλού μου άστραψε η σκέψη πως από κείνη την ώρα ήμουνα πια εγώ η μοναδική, η πιο μεγάλη ντροπή του Φρουρίου....
Ήξερε ο Νικολής πως ο καπετάνιος δεν είχε ιδέα από στεριανές μηχανές, από τροχοφόρα, μονάχα με άξονες και προπέλες έκανε τις δουλειές του πενηνταπέντε χρόνια τώρα, από τα δώδεκα του μέσα στο γριγρί, μες στο Ανάργυρος, μες στο Ιωάννης, ύστερα σ έναν μπάτη εξάμετρο και τα τελευταία σαράντα στο Δεσποινιώ που απόμεινε η μόνη του παρηγοριά στη ζωή, μαζί ταξιδεύανε με όλους τους καιρούς, αβύθιστο σκαρί το Δεσποινιώ, όχι σαν τα τσόφλια τα καινούρια, όργωνε το Αιγαίο και το Ικαρία, οχτώ και δέκα ώρες δρόμο από το αγκυροβόλι του για να ρίξει τα παραγάδια, ο Πέτρος τρόμαζε και μόνο στη σκέψη, θωρούσε τον καπτάνιο ανάσκελα, τώρα ούτε φουρτούνες ούτε μπουνάτσες· άμα δώκει καμιά μέρα εννιά μποφόρια και το κούσεις, κατέβα στο μόλο να σε πάω μια βότα· πώς θα βγούμε με το απαγορευτικό καπετάνιε, δε θα μας οταματήσουνε αυτοί; Δίπλα σου είναι η Καταδίωξη....
"Άμα ήθελε να κάτσει ο ήλιος, υψωνόντανε τα ζέπελιν πάνω -πενήντα, εξήντα, εκατό ζέπελιν- για να μην μπορούνε τα αεροπλάνα να κατέβουνε χαμηλά και να ρίξουνε και άμα το γερμανικό αεροπλάνο χτυπούσε πάνω στο σύρμα ενός τέτοιου ζέπελιν έπαιρνε φωτιά....
Στο Τζιχάνγκιρ, στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, σε ένα διαμέρισμα με θέα το Κανάλι και τα καράβια που πάνε κι έρχονται συνεχώς, ζει η Κωσταντία, Ρωμιά από αυτές που ξέμειναν εκεί μετά τα γεγονότα....