Για φαντάσου ξαφνικά να μη σ αρέσει τίποτα, όλα να φαίνονται γύρω πληκτικά και μονότονα, η πετσέτα που ζεσταίνει στο καλοριφέρ, οι ζεστές σου οι παντόφλες, τα κολαριστά τα σεντόνια της φίλης σου· τίποτα πια να μη σε σηκώνει κι όλα να ναι βαρετά, ο ουρανός ο θαλασσής κι απέναντι η πολυκατοικία με το γνωστό το μπανιστήρι, οι βόλτες, οι φίλοι οι γκαρδιακοί κι οι γκόμενες οι ξεπλημένες· αλήθεια, τι ζητάω, πώς έμπλεξα έτσι και πού πάω....
Ταξίδι λοιπόν με τρανζίστορ και κορίτσια όλων των λογιών, από κυρίες γνωστών κυρίων και θείες κοντινές και μακρινές μέχρι τη στρουμπουλή την υπηρέτρια ενός πλούσιου ζευγαριού, ντυμένη το φουστάνι της κυρίας της με τις μεγάλες κλάρες, κορίτσια που θα βλέπαμε στα όνειρά μας τα χειμερινά, τα σχολικά, τα όνειρά μας τα στενά, μακριά από παιχνίδια του δρόμου, μακριά από φίλους πολλούς και πολυθόρυβους δρόμους, μέσα στο δωμάτιο, στο κρεβάτι εκείνο που προσπαθούσα τα βράδια να το κολλήσω στου αδελφού μου - αν τύχαινε και με είχανε πάει σινεμά σε κανένα καουμπόικο ή άλλο που φοβόμουνα γενικώς πολύ....