Την εποχή που περνούσαν κρυφά τα σύνορα μας οι πρώτοι Αλβανοί μετά την πτώση του εκεί καθεστώτος, η συγγραφέας συναντά στο χωριό Βαρνάβα Αττικής μια οικογένεια λαθρομεταναστών και δένεται συναισθηματικά με τα δυο μικρά παιδιά τους...
Ένας μοναχικός εξηντάχρονος -έφηβος δηλαδή της τρίτης ηλικίας- μην αντέχοντας άλλο τη μοναξιά και μη θέλοντας για σύζυγο μια χωρισμένη ούτε και μια γερασμένη λεύτερη, στοχεύει να πετύχει μια χήρα και την αναζητά κατ’ ευθείαν από την παραγωγή πριν την πετύχει άλλος διαβάζοντας τα πένθιμα αγγελτήρια στις εφημερίδες κι όπου οσμίζεται ενδιαφέρον σπεύδει στο μνημόσυνο του μακαρίτη της να την συναντήσει, με συνέπειες να μπερδευτεί σε διάφορα γλαφυρά επεισόδια, αλλά και να πιαστεί ο ίδιος στο δόκανο του έρωτα....
Ο παλιός ασβεστωμένος τοίχος του ψηλοτάβανου σπιτιού στέκει ακόμα με τις μπατανίες τ΄ αργαλειού να τον στολίζουν, με το εικόνισμα στην ξύλινη κρεμαστή στεφανοθήκη· στο παταγώνι, το πήλινο κανάτι σκεπασμένο με την κεντητή πετσέτα· στο τζάκι σιγοκαίει κορμός ελιάς, κι απέξω μοσχοβολάει καπνός, θυμάρι, χώμα βρεγμένο....