Ήταν η δεύτερη φορά που περνούσα κάτω από το σπίτι της και πάλι δεν τόλμησα ν ανέβω. Μπήκα σ όλα τα καφενεία με τ αχνισμένα τζάμια, τα χνώτα και τις πυρωμένες θερμάστρες, στάθηκα για κάμποση ώρα με μια τρελή επιθυμία μπροστά στο καπελάδικο με την ξύλινη μόστρα βαμμένη παλιό κίτρινο, μα δεν έλεγα να γλιτώσω από κείνο το ανέμισμα των μαλλιών της που στραφτάλιζε στα μάτια μου με όλο το κόκκινο εβραίικο χρώμα. Η Θεσσαλονίκη με βούλιαζε στη μελαγχολία και πήρα το τραίνο για τη Φλώρινα.