O Ζαν Ζενέ (1910-1986), υπήρξε πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. Κλέφτης, περιθωριακός, κατάδικος και εκδιδόμενος ομοφυλόφιλος, στα πρώτα χρόνια της ζωής του, που εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο σημαντικούς εκφραστές του θεάτρου του παραλόγου, αργότερα, απεικονίζει μέσα από το έργο του κυρίως την ίδια τη ζωή του. Στη διάρκειά της, επίσης, περιπλανήθηκε στην Ευρώπη, έγινε το αγαπημένο παιδί της γαλλικής διανόησης, αφοσιώθηκε σε έναν ακροβάτη, και αργότερα μεταμορφώθηκε σε πολιτικό ακτιβιστή, υποστηρίζοντας τους Μαύρους Πάνθηρες και ακολουθώντας Παλαιστίνιους στρατιώτες σε στρατόπεδα του Λιβάνου και της Ιορδανίας. Νόθος γιος μιας πόρνης και ενός εργάτη, ο μικρός Ζαν εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, αλλά είχε την τύχη να υιοθετηθεί από μια "κανονική" οικογένεια, έχοντας δύο χωρικούς για γονείς. Παρόλα αυτά, δεν άργησε να παρουσιάσει τάσεις περιθωριοποίησης: απόπειρες φυγής από το σπίτι και μικροκλοπές του χάρισαν τον τίτλο του κλέφτη στα 12 χρόνια του. Ήταν όμως άριστος μαθητής, γι' αυτό τον έστειλαν σε μια τεχνική σχολή έξω απ' το Παρίσι να μάθει το επάγγελμα του τυπογράφου. Το σκάει αμέσως για να κυνηγήσει το όνειρό του, το σινεμά, στην Αμερική. "Αποφάσισα να απαρνηθώ έναν κόσμο που με είχε απαρνηθεί" έγραψε για την τροπή που πήρε η ζωή του. Κλεισμένος σε αναμορφωτήριο από τα 15 του ως τα 18 του ο έφηβος Ζαν γνώρισε για τα καλά τη σκληρή δουλειά, την άσχημη όψη των ανθρώπων και τον ομοφυλόφιλο έρωτα. Θέλησε να ξεφύγει και το προσπάθησε μέσω του στρατού, έφυγε όμως και από εκεί. Λιποτάκτης πια αλλάζει το επώνυμό του και περιπλανιέται στην Ευρώπη με τα πόδια, κλέβοντας ό,τι βρίσκει. Αλλά σε κάθε σταθμό του έχει προβλήματα με τις Αρχές. Φτάνοντας στη Γερμανία του Χίτλερ θα πεί "Αισθάνθηκα σαν να βρέθηκα σε ένα οργανωμένο στρατόπεδο με λωποδύτες. Είναι ένα έθνος κλεφτών". Περνάει στη φυλακή τα επόμενα επτά χρόνια. "Βλέπω στους κλέφτες, στους προδότες, στους δολοφόνους, στους απόκληρους και στους μάγκες μια βαθιά ομορφιά, μια υπόγεια ομορφιά". Δημοσιεύει το πρώτο του κείμενο σε ηλικία 32 ετών, την "Παναγία των λουλουδιών", το πιο "εμπρηστικό" ίσως μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. Το γράφει στο κελί του, σε ό,τι χαρτί βρίσκει. Οι φύλακες θα του το αρπάξουν, εκείνος θα το ξαναγράψει απ' την αρχή. Αποκτά την αναγνώριση της παρισινής κοινωνίας μετά τη γνωριμία του με τον Ζαν Κοκτό, ο οποίος θα φροντίσει ώστε να εκδοθούν τα έργα του και θα τον βοηθήσει πολλές φορές να βγεί από τη φυλακή. Ξαφνικά το παρουσιαστικό του Ζενέ αλλάζει. Βολτάρει στη Μονμάρτρη και στα παρισινά μπιστρό, ντυμένος μπουρζουά διανοούμενος, με χειροποίητα κοστούμια και μεταξωτές γραβάτες. Συναντά τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, τον άνθρωπο που τον ανέδειξε και τον επηρέασε πιο πολύ απ' όλους. Ο Σαρτρ πρωτοστατεί σε μια κίνηση των διανοουμένων της εποχής, ώστε να μην εκτελεστεί η θανατική ποινή του Ζενέ το 1949, ενώ η βιογραφία του "Άγιος Ζενέ: Κωμωδός ή μάρτυρας", που βλέπει το φως της δημοσιότητας το 1952, όχι μόνο αποκαθιστά τη φήμη ενός πρώην θανατοποινίτη, αλλά τον αναδεικνύει ως κορυφαίο λογοτέχνη και σκεπτόμενο άνθρωπο. Ο Ζενέ, μετά από το πορτρέτο αυτό του Σαρτρ, δεν θα ξαναγράψει για επτά χρόνια. Έχει μάθει να ξαναγεννιέται από τις στάχτες του, πάντα ως κάτι άλλο, κάτι καινούργιο. Αυτή τη φορά θα είναι ο θεατρικός συγγραφέας που θα αποσπάσει το χειροκρότημα του κοινού με τις "εμπρηστικές" του παραστάσεις που δε σέβονται την παραδοσιακή πλοκή, ούτε τους νόμους της ψυχολογίας. Ακολούθησαν κινηματογραφικές παραγωγές, βιβλία για τον Ρέμπραντ και τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι και περιπλανήσεις σε όλη την Ευρώπη. Ξαφνικά η ζωή του θα αλλάξει και πάλι, πλάι στον Αμπντάλα Μπεντάγκα, τον 20χρονο ακροβάτη, τον πρώτο μουσουλμάνο εραστή του, στον οποίο θα αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι. Πληρώνει τους καλύτερους εκπαιδευτές, αναλαμβάνει ο ίδιος τη σκηνοθεσία του σόου του επάνω στο τεντωμένο σκοινί, τον πείθει να μην καταταγεί στο στρατό και ξεκινούν οι δυό τους περιοδείες. Η ιστορία τους όμως δεν είχε αίσιο τέλος. Έπειτα από έναν σοβαρό τραυματισμό του Μπεντάγκα, ο Ζενέ τον παρατάει. Εκείνος αυτοκτονεί και ο Ζενέ πέφτει σε βαριά κατάθλιψη. Καταστρέφει τα χειρόγραφά του και ανακοινώνει στους φίλους του ότι δεν θα ξαναγράψει ποτέ. Θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει το 1967. Δεν είχε εκτονώσει όμως όλο του το θυμό, όλη του την ενέργεια και γι' αυτό το λόγο δεν μπορούσε να πεθάνει ακόμη. Επέλεξε μια νέα ζωή, αυτή τα φορά πιο πολιτικοποιημένη. Με σύνθημά του για άλλη μια φορά τη βία, μάχεται στο πλευρό της επαναστατικής οργάνωσης Μαύροι Πάνθηρες κατά των φυλετικών διακρίσεων και του πολέμου στο Βιετνάμ και υπέρ των δικαιωμάτων των μεταναστών. Στη συνέχεια, σειρά έχουν οι Παλαιστίνιοι. Ο Ζενέ αποφασίζει να ζήσει με τους Φενταγίν στην Ιορδανία το 1971, μετά την εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των βασιλικών ιορδανικών δυνάμεων και των παλαιστινιακών οργανώσεων που είχαν καταφύγει στη χώρα. Το υλικό αυτής της επίσκεψης αποτελεί την πρώτη ύλη για το βιβλίο του "Αιχμάλωτος του έρωτα". Μόνο που ο Ζενέ δεν γύρισε πίσω να στρωθεί στο γράψιμο. Πέρασαν άλλα δέκα χρόνια ώσπου, το Σεπτέμβριο του 1982, επέστρεψε και πάλι στους Παλαιστίνιους, αυτή τη φορά στη Βηρυττό. Στο μεταξύ οι Ισραηλινοί μόλις είχαν εισβάλει στην πόλη. Είναι ένας από τους πρώτους παρατηρητές που επισκέπτονται τον καταυλισμό των Παλαιστινίων στη Σατίλα, λίγες ώρες μετά την εισβολή των Λιβανέζων Φαλαγγιτών. Ο Ζαν Ζενέ πέθανε ένα ήσυχο ανοιξιάτικο πρωινό του 1986, μόνος σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Παρίσι, νικημένος από τον καρκίνο. "Σ' έναν σιωπηλό και ασήμαντο δρόμο, που ξαφνικά πήρε λάμψη, αποτελώντας την τελευταία στάση της ζωής του Ζενέ στην πόλη, την οποία μεταμόρφωσε και εξύβρισε χωρίς σταματημό", σημειώνει στο ξεκίνημα της βιογραφίας του ο Στίβεν Μπάρμπερ. (Πηγή: Wikipedia, ενημέρωση: 8.9.2011)
Οι Nέγροι πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Παρίσι, στο θέατρο Lutece, στις 28 Οκτωβρίου 1959, σε σκηνοθεσία Roger Blin, με σκηνικά και κοστούμια του Andre Acquart, από το θίασο Les Griots....