ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΞΕΝΟΙΑΣΙΑΣ Η εσωτερική αυλή βγαίνει σ’ ένα άνοιγμα βιαστικά, λαχανιασμένα από άνοιξη σε άνοιξη, μες στη μέση μες στο αίμα, παράπλευρα, παράμερα επιεικώς, αληθώς, ανασφαλώς σκαλιστή, γλυπτή, τραγουδιστή memento, pimento, comment-o, ίδια κι απαράλλαχτα, μοναχικά, με λαχτάρα, ακατάπαυστε, ακούραστε, ακάθαρτε εσύ ομοϊδεάτη, αδελφέ μου, αδελφή μου βλασταίνει το καθάρισμα που άφησες στη μέση κύκνοι αλεξιπτωτιστές διέξοδοι δια του παραβιασμένου εναέριου χώρου η φύση έτσι και πραγματοποίησε μετρήσεις, προβλέψεις απλωμένες κατά μήκος του πικνίκ στα χαμένα, στους πέντε ανέμους με την ψυχή της, με τα ίδια της τα χέρια οικειοθελώς, κατά διακριτική ευχέρεια κατά το πρωτόκολλο, καταγής, και στο δευτερόλεπτο, στην άλλη άκρη του κόσμου τη μουσική της αναμονής πάνω στις νότες και τους στίχους αρχίζει να χρωματίζει η επιφάνεια στις πηγές της βεβαιότητας πεζογέφυρα ποδηλάτες, κι ένα γκούλας από εξατμίσεις στο ποτάμι απίθανα, δαπανηρά κολυμπά του λόγου τ’ ασημόχρωμο κοπάδι μεγάλο ψάρι το οδηγεί λόγια για τόξα ή για σημαδούρες για σπηλιάδες αλήθειας φάρους κι ιστορίες για ζωές που θα ’θελε να ζήσει [....