Τρεις γενιές ζωγράφων στη μαοϊκή Κίνα. Ο παππούς, αγρότης σε ένα απομονωμένο χωριό στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, ερασιτέχνης ζωγράφος κλασικότροπης τεχνοτροπίας, μεταδίδει στον γιο του τον Κιγουάι το πάθος για τη ζωγραφική. Ο Κιγουάι, παρά τις παρακλήσεις της μητέρας του, ζωγραφίζει από το πρωί ώς το βράδυ στην αγορά του Για’αν, στα σκιερά μονοπάτια του Σετσουάν, στους αγρούς, αλλά και στο σχολείο. Η ζωή είναι σκληρή, η κολεκτιβοποίηση της γης βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, η πείνα αποδεκατίζει τους χωρικούς, οι αρχέγονες παραδόσεις τίθενται υπό διωγμό από τη βίαιη Πολιτιστική Επανάσταση. Χάρη σε έναν ερυθροφρουρό που εκτιμά το ταλέντο του, ο Κιγουάι καταφέρνει να ξεφύγει από τη σκληρή δουλειά στα χωράφια και τη διαρκή αναδιαπαιδαγώγηση. Η ζωή του αλλάζει. Φεύγει για σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Πεκίνου. Εγκαταλείποντας την παραδοσιακή τεχνική που του κληροδότησε ο πατέρας του, οργανώνεται στο Κόμμα, συμμορφώνεται με τη γραμμή που αυτό επιβάλλει στα ζητήματα της αισθητικής και της τεχνοτροπίας, και ακολουθεί την περιπετειώδη, με τα πάνω και τα κάτω της, καριέρα του επίσημου ζωγράφου του κινεζικού καθεστώτος, μεταδίδοντας κι εκείνος, με τη σειρά του, την αγάπη για τη ζωγραφική στον δικό του γιο. Εκείνος όμως ζει τα χρόνια της αμφισβήτησης, της αναζήτησης νέων, πρωτοποριακών μορφών στην τέχνη, της διεκδίκησης της ελευθερίας, που κορυφώνεται στην πλατεία Τιεν Αν Μεν. Ιστορικό και πολιτικό μυθιστόρημα, στοχασμός για την ελευθερία της τέχνης και τον ολοκληρωτισμό, το Αφέντες και δούλοι εξετάζει, επιπλέον, με ευαισθησία και οξυδέρκεια τη σχέση πατέρα-γιου.