Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Σεπτέμβριος του 1922. Μετά την σχεδόν άτακτη φυγή των ελληνικών στρατευμάτων οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη. Το μένος των στρατιωτών του Κεμάλ ξέσπασε ασυγκράτητο πάνω σε κάθε τι ελληνικό μέσα στην πόλη. Φωτιές ξεσπάγανε παντού και οι κάθε είδους βιαιοπραγίες, θάνατοι και βιασμοί αναγκάσανε το ελληνικό στοιχείο της πόλης σε άμεση φυγή υπό το κράτος του πανικού. Οι χιλιάδες των προσφύγων, Έλληνες και Αρμένιοι, κατέκλυζαν όλο το μήκος της περίφημης προκυμαίας "Κε" της Σμύρνης ψάχνοντας απελπισμένοι κάποιο πλοίο που θα τους φυγάδευε γλυτώνοντας τους από εκείνη την κόλαση. Ο Λυσίας ένα παιδί ούτε καν 18 χρονών, γεροδεμένο από την φύση του αλλά και από την δουλειά στον φούρνο, ήταν έτοιμος να μπει με την οικογένεια του στη βάρκα που θα τους μετάφερνε στα πλοία τα οποία είχαν συρρεύσει στο λιμάνι για να παραλάβουν τους πρόσφυγες. Ξαφνικά, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν, απομακρύνεται προς αναζήτηση της αγαπημένης του Μαρίας και της οικογένειας της, θέλοντας να βεβαιωθεί ότι κι εκείνοι είχαν βρει κάποια βάρκα και θα φεύγανε σίγουρα. Αυτή του η καθυστέρηση στάθηκε μοιραία αφού έγινε αιτία να συλληφθεί από τους Τούρκους, που εν τω μεταξύ είχαν περικυκλώσει το χώρο. Το δελτίο των αρτοποιών που είχε πάνω σαν αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητας του, δεν λήφθηκε υπ’ όψη και ενώ στην αρχή προσάχθηκε για εξακρίβωση στοιχείων, τελικά κρατήθηκε αιχμάλωτος για δύο ολόκληρα χρόνια ζώντας μια απίστευτη όσο και οδυνηρή περιπέτεια. Η ιστορία είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, τα οποία περιγράφονται σε σημειώσεις του παθόντος, και οι οποίες περιήλθαν στην κατοχή του συγγραφέα πριν από μερικά χρόνια. Τα ονόματα της ιστορίας δεν είναι τα πραγματικά αλλά η σειρά με την οποία παρατίθενται τα γεγονότα είναι αυτή που περιγράφεται μέσα στο δικό του κείμενο. "Όλα αυτά τα χρόνια που διάβαζα και ξαναδιάβαζα το κείμενο αυτό, φούντωνε όλο και περισσότερο ο πόθος μέσα μου της συγγραφής της παραπάνω ιστορίας με όσο γινόταν πιο αναλυτικό τρόπο, και εστιάζοντας στην περίοδο της αιχμαλωσίας να περιέγραφα την οδύνη και τα συναισθήματα αυτού του ανθρώπου με τρόπο που να ικανοποιούσε πρώτα απ’ όλα έναν δαίμονα που δεν ησύχαζε μέσα μου αλλά και οποιονδήποτε άλλο ήθελε να το διαβάσει..."