Αγνάντεμα Τους άρεσε πολύ να κορφοκόβουν τον καπνό σαν το βραδάκι ερχόταν, γιατί σαν η δροσούλα έπεφτε, ανεπαχθές και εύκολο αυτό τούς γινόταν. Πληγές τα χέρια τους, σκληρή και άγρια του καπνού η δουλειά. Χαρά και ανακούφιση όταν το μαϊστράλι της Αμβρακίας σηκωνόταν, αναπνοή, ανάσα ζωής γινόταν και ευλογία. Μοναχική, ήρεμη, απαιτητική, στωική η δουλειά του καπνού. Ρίζα τη ρίζα, φύλλο το φύλλο, εγωιστικά μας φέρεται, όπως ο καπνιστής, εγωιστής, μοναχικός κι απόμακρος, στις σκέψεις του κλεισμένος, σε εκείνη την απόλαυση. Οπτασία τ’ απόβραδο σαν το φεγγάρι έβγαινε απ’ τον Πεταλά κι ο ήλιος εκεί στον Άγριλο τους αποχαιρετούσε. Τότε, με τις παλάμες τους τις μαυρισμένες απ’ την πίσσα του καπνού, γεμάτες μόχθο, αγναντεύοντας στοχαστικά τον ορίζοντα, με τον νου και την ψυχή, η σκέψη πέρα απ’ τ’ όνειρο, τ’ ακαρποφόρητο, μακριά, στων οραμάτων τους δρόμους πήγαινε.