Αλυχτώ ή υλακτώ, δηλαδή φωνάζω, ουρλιάζω. Δεν αλυχτούν όλα τα ζώα, όπως δεν κλαίμε κι όλοι οι άνθρωποι. Εδώ το αλύχτισμα έχει το νόημα μιας ιδιαίτερης φωνής, σαν κραυγή. Είναι η προειδοποίησή μας, το κάλεσμά μας για βοήθεια, για συμπαράσταση, για συντροφιά, καθώς και το παράπονό μας. Οι φωνές μας συνήθως έπονται αυτών που μας συμβαίνουν, καμιά φορά όμως προηγούνται. Σε κάποιες από αυτές τις φωνές έχουμε δώσει σημασία, είναι τότε – ας το πούμε – δικαιωμένες, ενώ άλλες εκλιπαρούν για προσοχή κι έχουν μείνει σαν φαντάσματα που δεν τα έχουν ακόμα ανακαλύψει. Έτσι, λοιπόν, το αλύχτισμά μας, πλανάται πάνω απ’ την καθημερινότητα, πάνω από την «κανονικότητα», πάνω απ’ τη συνήθεια ή το προφανές. Αυτό το ουρλιαχτό μας, είναι μια ξεχωριστή δραματική δήλωση με την οποία εφιστούμε την προσοχή σ’ αυτούς που υποτίθεται πως επαγρυπνούν. Το κάνει ποιητικό η υπόρρητη ανάγκη που το γεννά και θα έλεγα η θλίψη του, κάτι αντίστοιχο ίσως με την πορτογαλική λέξη saudade, ένα είδος προσμονής, αλλά κι ένα μείγμα νοσταλγίας, λύπης, πόνου, μελαγχολικής λαχτάρας και κρυφής ελπίδας. Το δικό μας αλύχτισμα είναι μοναχικό, έντονο μα αξιοπρεπές, έχει έναν «νοητό παραλήπτη», είναι όπως το κλάμα ενός μωρού.