Η διασύνδεση της αειφόρου ανάπτυξης, της εδαφικής συνοχής και του πολιτιστικού κεφαλαίου με την κοινωνική και την οικονομική συνοχή απεικονίζεται σε έναν μηχανισμό που τις συνθέτει, αναδεικνύοντας συνάμα την προστιθέμενη αξία που μπορεί να επιδιωχθεί σ’ ένα διεπιστημονικό πλαίσιο. Συσχετίζοντας δύο -εκ πρώτης όψεως- ακραίους κόμβους προσέγγισης της αναπτυξιακής και περιβαλλοντικής εξισορρόπησης, τη "συνοχή" και την "κλιματική αλλαγή", με έναν κεντρικό, την "πολιτιστική κληρονομιά", επιχειρείται μια πρώτη διασύνδεση και λείανση τυχόν αντιθέσεων, μια και αναγνωρίζεται εξαρχής πως ο προγραμματισμός, ο σχεδιασμός και οι εφαρμογές μπορούν να δώσουν απάντηση, αν διασυνδεθούν με στοχευμένες επιλογές στο παραγωγικό πρότυπο, για την ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών. Η διασφάλιση της διατήρησης της φυσιογνωμίας των πόλεων με έμφαση στην ενσωμάτωση της πολιτιστικής κληρονομιάς στο αναπτυξιακό πρότυπο του αστικού χώρου, οδηγεί νομοτελειακά και στην ανατομία του ελληνικού και του ευρωπαϊκού αστικού χώρου. Μέσα από τα συγκεκριμένα παραδείγματα, ο αστικός χώρος αναδεικνύεται ως αυτός που συγκεντρώνει, κυριαρχεί, διαχέεται, και κατά περίπτωση στη δομή του απαξιώνεται, με τον κίνδυνο να απολέσει την ιστορική φυσιογνωμία του. Ως απόρροια της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και της κλιματικής αλλαγής, ο αστικός χώρος, τα ζητήματα της ανάπτυξης και της ασφάλειας, αναφέρονται ευθέως στην εδαφική συνοχή και στη βιωσιμότητα. Όμως, στην εδαφική συνοχή εντάσσεται ακόμη και ο θαλάσσιος χώρος, ως άρρηκτα συνδεδεμένος με τον χερσαίο. Εξειδικεύοντας περαιτέρω, μεταξύ άλλων, το ζήτημα των αναπλάσεων, αντιμετωπίζεται από την ευρύτερη δυνατή χωρική κλίμακα μέχρι και το "κύτταρο" της ανάλυσης του αστικού χώρου, που είναι το οικοδομικό τετράγωνο, τόσο σε υποβαθμισμένες όσο και σε υπερανεπτυγμένες περιοχές, ενώ επιχειρείται μια πρώτη διατύπωση βασικών κατευθύνσεων, για την προοπτική μελλοντικής βιώσιμης ανάπτυξης του αστικού χώρου.