Το 1453, με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, καταλύθηκε το βυζαντινό κράτος· από αυτή την άποψη, η Άλωση δεν είναι μόνον ένα στρατιωτικό, αλλά και ένα μείζον πολιτικό γεγονός. Δεδομένου ότι η Άλωση σφράγισε την ήττα πολιτικών επιλογών και πολιτικών ιδεών που καλλιεργήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη την τελευταία εκατονταετία της βυζαντινής ύπαρξης της και αποτυπώθηκαν στον τρόπο με τον οποίο άσκησαν την εξουσία τους οι τελευταίοι Παλαιολόγοι, μια σημαντική παράμετρος για να κατανοηθεί το γεγονός αυτό είναι ο χαρακτήρας του βυζαντινού κράτους, όπως διαμορφώθηκε από τον συνδυασμό των κοινωνικών συνθηκών και των εξωτερικών πιέσεων κατά τα τελευταία χρόνια του 14ου και τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα. Η λειτουργία λοιπόν του βυζαντινού κράτους, το οποίο γεωγραφικά είχε πλέον περιορισθεί στην Κωνσταντινούπολη και τη γύρω της περιοχή, αποτελεί το θέμα αυτού του βιβλίου. Είναι αυτονόητο ότι η μελέτη της οργάνωσης του κράτους δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Η καταγραφή των προσώπων και των αξιωμάτων που αυτά έφεραν έχει νόημα, όταν μπορεί να αναδείξει τους κοινωνικούς συσχετισμούς και τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της εποχής. Από την άλλη, είναι εύκολο για τον ιστορικό να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένα κράτος χρεωμένο και εξαρτημένο οικονομικά από τη Δύση, ένας ηγεμόνας φόρου υποτελής στον σουλτάνο, μια πόλη πολιορκημένη ή υπό τη συνεχή απειλή της κατάκτησης, δεν είχαν πολλά περιθώρια. Όμως οι περίφημες "αγωνιώδεις" προσπάθειες των τελευταίων Παλαιολόγων να σώσουν την Πόλη δείχνουν το πώς οι αυτοκράτορες του 15ου αιώνα και η ελίτ της βυζαντινής κοινωνίας προσπαθούσαν με όρους πολιτικούς, δηλαδή με όρους σύγκρουσης, να διευρύνουν τα περιθώρια αυτά. Εδώ ακριβώς εδράζεται και ο στόχος αυτής της μελέτης: να διερευνήσει δηλαδή, παρά την ασάφεια των διαχωριστικών γραμμών και παρά τη ρευστότητα των απόψεων, αν, κατά πόσον και προς ποια κατεύθυνση, μέσα από τις διαφαινόμενες συγκρούσεις, η βυζαντινή κοινωνία, προκειμένου να επιβιώσει, διέρρηξε τους δεσμούς της με το αυτοκρατορικό παρελθόν και "ριζοσπαστικοποιήθηκε".