Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
-Στην Αθήνα έφτασα στα τέλη του 1936. Δεν ήρθα για να γίνω καλλιτέχνης, για να κάνω δίσκους για τα γραμμόφωνα. Τίποτα από όλα αυτά. Δεν τα σκεπτόμουν όταν πρωτοέφθασα στην πρωτεύουσα. Ήρθα για να σπουδάσω, για να πάω στο πανεπιστήμιο, γιατί βλέπεις είχα όνειρο να γίνω δικηγόρος. Γραφτό όμως ήταν να ασχοληθώ επαγγελματικά με το λαϊκό τραγούδι που πάντα με γοήτευε. Και με τον ερχομό μου στην Αθήνα άρχισε και ο αγώνας της επιβιώσεως. Ήταν δύσκολα και φοβερά χρόνια. Άρχισα να δουλεύω στα διάφορα μαγαζιά για να βγάζω τα έξοδα για τις σπουδές. Είχα και δωμάτιο νοικιασμένο και τα έξοδα έτρεχαν και με πίεζαν. Πήγα για δουλειά, για πρώτη φορά σ΄ ένα μαγαζί που λεγόταν «Τα μπιζέλια», για να βγάζω τα έξοδα. Μετά πήγα στο «Κουκλάκι» και αργότερα αλλού, μόνο και μόνο για να μπορώ να τρώω και να πληρώνω το ενοίκιο στο σπίτι.Παράλληλα γνώρισα και το Μήτσο τον Περδικόπουλο (έναν τραγουδιστή Σμυρνέικων και δημοτικών τραγουδιών) που με πήρε και με πήγε στην «ΟΝΤΕΟΝ» για να κάνω δίσκο. Ο Περδικόπουλος τότε είχε τραγουδήσει σε δίσκους και ήταν γνωστός. Μαέστρος υπεύθυνος για τις φωνογραφήσεις ήταν ο Σπύρος ο Περιστέρης [...]. Πήγα με τον Περδικόπουλο και γραμμοφωνήσαμε δυο τραγούδια, στον ίδιο δίσκο. Ένα δικό του και ένα δικό μου. Το δικό του ήταν το «Σιγά, καλέ μου, την άμαξα», ένα καλαματιανό που παίζω εγώ μπουζούκι, και το δικό μου το «Σ΄ ένα τεκέ μπουκάρανε», ένα ζεϊμπέκικο. Αυτή είναι και η πρώτη δισκογραφική παρουσία μου. Πρέπει να ΄ταν το 1937.