Ο Μαχί Μπινμπίν, ζωγράφος, γλύπτης και μυθιστοριογράφος, γεννήθηκε το 1959 στο Μαρακές, όπου και ζει. Αρχικά σπούδασε μαθηματικά στο Παρίσι. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Οι πίνακές του ανήκουν στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη. Το πρώτο του μυθιστόρημα "Le sommeil de l’esclave" (Ο ύπνος του σκλάβου, 1992 ) βραβεύτηκε με το Prix Mediterranee. Τα τρία τελευταία του έργα ("Cannibales", 1999, "Pollens", 2001, Βραβείο Γαλλοαραβικής Φιλίας, και "Terre d’ombre brulee", 2004) μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Το 2010 τα "Αστέρια του Σιντί Μουμέν" πήραν το βραβείο του καλύτερου αραβικού μυθιστορήματος. Έχει διακριθεί στη χώρα του το Μαρόκο ως πρόσωπο που συμβάλλει με το έργο του στην ανάδειξη της χώρας διεθνώς.
« Όλα έμοιαζαν κανονικά αλλά τίποτα δεν ήταν, γιατί όταν το λιοντάρι γονατίζει, όταν τα νύχια του γίνονται άχρηστα ροκανίδια ξύλου, δεν κάνουν πια κανέναν να τρέμει, όταν η πεθαμένη φλόγα των ματιών του εμπνέει περισσότερο θλίψη από τρόμο, ένα άτονο βλέμμα στραμμένο σε μια εσωτερική σκοτεινιά σ’ ένα σαρκίο διαλυμένο, σπασμένο...
Μια ομάδα ανθρώπων που προέρχονται από διάφορα μέρη της Αφρικής έχουν συγκεντρωθεί στην Ταγγέρη και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να μπαρκάρουν μ’ έναν διακινητή και να διασχίσουν τη θάλασσα για το Γιβραλτάρ: ο Αζούζ, ο αφηγητής, και ο ξάδερφός του ο Ρεντά απ’ το Μαρακές, η Νουαρά, μια νέα γυναίκα με το μωρό της, ένας Αλγερινός που έχει σωθεί από μια σφαγή, ο Γιουσέφ και δύο άντρες απ’ το Μάλι....
Ο Γιασίν αφηγείται πως μεγάλωσε γρήγορα και πέθανε ακόμη πιο γρήγορα στο Σιντί Μουμέν, στην άκρη της πόλης της Καζαμπλάνκας, μαζί με τα έξι αδέρφια του, τη μητέρα του, που κάθε μέρα είχε να τα βγάλει πέρα με τη φτώχεια και τα ζωύφια και με έναν πατέρα πρώην εργάτη, χαμένο στη σιωπή και τις προσευχές....