Η ποίηση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ένα ασύνηθες λογοτεχνικό και πολιτισμικό φαινόμενο κατά το οποίο αυτή ξεπρόβαλε ως είδος με αυτοσυνειδησία και αυτονομία. Ήταν οι περίφημοι War Poets, οι οποίοι μάλιστα, όπως θα διαπιστωθεί από τα βιογραφικά στοιχεία, συνδέονταν μεταξύ τους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ο πόλεμος αποτελούσε πάντοτε θεματική της ποιητικής δημιουργίας (η Ιλιάδα του Ομήρου, εξάλλου, την εγκαινιάζει στη Δύση) αλλά αυτό που κάνει την ποίηση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου να ξεχωρίζει είναι τα εξής: Αρχικά, ο πρωτοφανής όγκος ποιημάτων που γράφηκε εκείνη την περίοδο - μόνο από την Αγγλία και την Ιρλανδία, που μας ενδιαφέρουν εδώ, υπήρξαν περισσότεροι από 2000 ποιητές του πολέμου και δεύτερον, η αυτεπίγνωσή τους ότι ήταν ποιητές του πολέμου. Η ποίηση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν δύναται να περιοριστεί μόνο στην ποίηση των χαρακωμάτων, παρόλο που αυτή παραμένει το σημαντικότερο και δυνατότερο κομμάτι της. Η ποίηση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιλαμβάνει στρατιώτες και μη στρατιώτες, άντρες και γυναίκες, ρομαντικούς και μοντερνιστές· πρόκειται, δηλαδή, για ένα πολύ ευρύ φάσμα μέσα από το οποίο ο καθένας, από τη δική του σκοπιά, εξέφρασε τις εμπειρίες του. Σήμερα, κανείς σοβαρός ανθολόγος δεν μπορεί να αγνοήσει την ποίηση αυτών που δεν βρέθηκαν στα χαρακώματα, των πολιτών ή των γυναικών. Δεν ήταν η στρατιωτική ιστορία ή η φαντασία, ούτε το σινεμά, αλλά η ποίηση ήταν αυτή που διαμόρφωσε το έδαφος της συλλογικής μνήμης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου -αυτή έφτιαξε τη μυθολογία της. Σήμερα, ακριβώς έναν αιώνα αργότερα, αυτή η ποίηση στοιχειώνει ακόμη το βρετανικό έθνος και τον λαό του. Ένα από τα μοναδικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι η υψηλή συναισθηματική ένταση. Συχνά θεωρείται ως η σχεδόν ακριβής απομαγνητοφώνηση της εμπειρίας των χαρακωμάτων και όχι απλώς μια γλώσσα ποιητική με ωραία λόγια, λυρισμούς και ψιθύρους. Είναι μια ποίηση που ουρλιάζει, κλαίει, φρίττει, πονά· αλλά και ειρωνεύεται, μοιραλατρεί. Είναι μία από εκείνες τις αρχετυπικές στιγμές όπου η ποιητική μορφή πρέπει να παραγάγει μαρτυρία του ιστορικού τραύματος και εκεί ακριβώς έγκειται το μεγαλείο αυτής της ποίησης. ΟΙ ΚΕΡΑΣΙΕΣ Λυγάνε οι κερασιές, μαδούν τα φύλλα και ζαρώνουν πάνω από την παλιά οδό, που τώρα πια, ο θάνατος τη σβήνει. Ρίχνουν γαμήλιο, ανθόσπαρτο χαλί -τα πέταλα απλώνουν στου Μάη αυτό το πρωινό, μα γάμος πια, δεν είναι για να γίνει. Edward Thomas ΈΝΑΣ ΙΡΛΑΝΔΟΣ ΠΙΛΟΤΟΣ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Γνωρίζω πως για το Μοιραίο κινάω, μέσα στα σύννεφα, ψηλά στον ουρανό· δεν μισώ αυτούς που πολεμάω, ούτε κι αυτούς που προστατεύω αγαπώ· το Κίλταρταν Κρος είν’ η δική μου η γη, τ’ αδέλφια μου είναι οι φτωχοί κάτοικοί του· καμιά νίκη, γι’ αυτούς, δεν θα φέρει γιορτή, καμιά ήττα, νέο κακό στη ζωή τους. Εγώ δεν πολεμώ από καθήκον ή νόμο ούτε γι’ άνδρες πολιτικούς ή πλήθη οργισμένα· παρά μια ανάγκη εσώτερη με βγάζει στον δρόμο για τον χαμό μες στα σύννεφα, που χαρά είναι για μένα. Τα ζύγιασα όλα, τα σκέφτηκα όλα καλά: Χαμένα χρόνια έρχονται να πέσουν στο κενό και όλα όσα πέρασαν, χαμένα ήταν κι αυτά μπροστά σε τούτη τη ζωή, σ’ αυτόν τον σκοτωμό. William Butler Yeats ΒΑΣΙΚΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ Αν ήμουν άγριος κι ωμός και είχα φάει τα ψωμιά μου, θα ’μουν με τους μεγάλους Στρατηγούς εκεί στη Βάση· να τρέχω τους κακόμοιρους ήρωες προς του θανάτου την πρώτη γραμμή. Θα ’χα πρησμένο πρόσωπο και νεύρα στα καλά καθούμενά μου· θα ’τρωγα και θα ’πινα σ’ ωραία ξενοδοχεία πρώτης κλάσης διαβάζοντας τη λίστα των θανόντων στρατιωτών... "Καημένο παιδί, κακόμοιρο" θα έλεγα, "γνώριζα τον πατέρα του· ναι, πράγματι είχαμε απώλειες βαριές στην τελευταία μάχη"... Κι όταν ο πόλεμος θα τέλειωνε κι οι νέοι θα ’ταν πια νεκροί, θα μπουσουλούσα ως στο σπίτι ασφαλής, να πεθάνω κι εγώ - στο κρεβάτι. Siegfried Sassoon