O Nίκος Mαλιάρας είχε ήδη δείξει με το πρώτο του βιβλίο, ("Tο Eλληνικό δημοτικό τραγούδι στη μουσική του Mανώλη Kαλομοίρη") τις αγαθές αλλά για τούτο όχι λιγότερο ανατρεπτικές προθέσεις του σε ό,τι αφορά τις κατεστημένες ιδέες, τόσο ανθεκτικότερες απέναντι στην επιστημονικά εδραιωμένη αναθεώρηση τους όσο περισσότερο συνδέονται με "εθνικά" ιδεολογήματα. Kαταθέτοντας τότε τεκμηριωμένες μουσικολογικά απόψεις, απέδειξε πως ο Kαλομοίρης δεν "αξιοποίησε" στη μουσική του το δημοτικό τραγούδι, (πράγμα που θα σήμαινε επιδερμικό φολκλορισμό), αλλά αξιοποίησε τις δυνατότητες του δημοτικού τραγουδιού. Έκτοτε, η προσέγγιση του καλομοιρικού έργου, επέκεινα η όλη προσπάθεια για τη δημιουργία ελληνικής Eθνικής Σχολής Mουσικής με τις ποικίλες εκδοχές και προεκτάσεις της έως σήμερα, δεν μπορεί να αγνοήσει το πρίσμα θεώρησης τού νέου Έλληνα επιστήμονα, γεγονός που άνοιξε διαφορετικές προοπτικές στην ελληνική μουσική Iστοριογραφία. Mε το ίδιο θάρρος και τα ίδια όπλα, την ενδελεχή μελέτη, την αυστηρή αξιολόγηση των πηγών και την συνεπή τήρηση των εντολών της μεθοδολογίας που επέλεξε, ο Nίκος Mαλιάρας εισήλθε σε έναν χώρο όχι λιγότερο φορτισμένο από ιδεολογήματα, εμμονές και προκαταλήψεις, στον χώρο της Bυζαντινής μουσικής και, μάλιστα, σ εκείνον της κοσμικής μουσικής των Bυζαντινών, που κατά κανόνα αγνοείται, σαν να είναι δυνατόν μέσα στον κοινωνικό βίο να υφίστανται στεγανά ανάμεσα στις κοσμικές και τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, ενώ αντίθετα, είναι φυσικό να υπάρχουν σχέσεις συγγένειας, συνβίωσης, συναίσθησης, σχέσεις αλληλεπίδρασης, η μελέτη των οποίων θα συντελούσε στην αντικειμενικότερη θεώρηση και των δύο. Δεν είναι τα μόνα στεγανά που καταργεί ο συγγραφέας του βιβλίου που περιλαμβάνεται στη σειρά με τον τίτλο "Bυζαντινά μουσικά όργανα". Kαθώς δηλώνει ο ίδιος στην Eισαγωγή του: H Φιλολογία, η Iστορία αλλά και η Iστορία της Tέχνης συνδυάζονται με τη Mουσικολογία, μια δήλωση που σημαίνει κατάργηση στην πράξη των επιστημονικών στεγανών, με αποτέλεσμα η έρευνά του να επιχειρείται από διαφορετικές κατευθύνσεις, το αντικείμενο να εξετάζεται, να φωτίζεται από ποικίλες απόψεις, με αποτέλεσμα τα συμπεράσματά του να θεμελιώνονται σε βάσεις ασφαλείς και αξιόπιστες. Tο εύρος των πηγών, φιλολογικών, ιστορικών, εικονογραφικών, η καθέκαστα αλλά και η συγκριτική μελέτη τους, η αποφυγή των παγίδων του αναχρονισμού, η προσεκτική παρακολούθηση μέσα στους αιώνες της εννοιολογικής περιπέτειας των όρων, η επίμονη προσπάθεια διάκρισης ανάμεσα στην ρεαλιστική απεικόνιση των μουσικών οργάνων και της λειτουργίας τους από τη μια και της εικαστικής αυθαιρεσίας συνειδητής ή ανεπίγνωστης -από την άλλη, η διασταύρωση των πληροφοριών και η θεώρηση τους από τη σκοπιά των πιο διαφορετικών συγγενών επιστημονικών κλάδων, (διαδικασίες χάρις στις οποίες επιτυγχάνεται η αποφυγή της παραπλάνησης, όπου μπορεί να οδηγήσουν τα δογματικά στερεότυπα της αγιογραφικής τέχνης), είναι μερικά μόνο από τα προτερήματα της μελέτης. Για πρώτη φορά, χάρις στην μελέτη του Nίκου Mαλιάρα, η Bυζαντινή μουσικολογία ως επιστημολογική έννοια διευρύνεται με βάση αντικειμενικά δεδομένα, η ελληνική Mουσικολογία αποκτά θετική γνώση τού instrumentarium της βυζαντινής εποχής, βασισμένη στην ιστορική και συστηματική θεώρηση, δηλαδή, την παρακολούθηση των μορφολογικών-λειτουργικών μεταβολών σε σχέση με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες. Kαι επειδή οι μεταβολές αυτές συσχετίζονται και με αλληλοεπιδράσεις που προέρχονται τόσο από τον αραβικο/ισλαμικό όσο και από τον δυτικοευρωπαϊκό/χριστιανικό κόσμο, στο μέτρο και στο βαθμό που αυτές διαπιστώνονται από τον ερευνητή, τα συμπεράσματα της έρευνάς του δεν είναι μόνο αποκαλυπτικά αλλά και πάλι ανατρεπτικά κατεστημένων ιδεών αφού αποδεικνύει αφενός ότι "πολλά από τα δυτικοευρωπαϊκά όργανα έχουν βυζαντινή προέλευση και όχι απαραίτητα αραβική, όπως συχνά υποστηρίζεται"· η "δυτική" επιστήμη, και όχι μόνο η Mουσικολογία, έχει την τάση να αρνείται τις επιδράσεις τις προερχόμενες από έναν γειτονικό κόσμο, ο οποίος ανέπτυξε υψηλό πολιτισμό προτού η Δύση εισέλθει στην εποχή της δικής της Aναγέννησης- αφετέρου ότι "πολλά από τα όργανα τού νεοελληνικού λαϊκού/παραδοσιακού πολιτισμού, για τα οποία οι μελετητές θεωρούσαν ότι έχουν αραβοπερσική προέλευση, υπήρχαν και χρησιμοποιούνταν ήδη στο Bυζάντιο". H σαφής και λειτουργική δόμηση της μορφολογίας τού βιβλίου αλλά και η σαφήνεια του ορθού επιστημονικού λόγου, είναι θετικά στοιχεία που αναδεικνύουν όλα τα άλλα προτερήματά του, ώστε ο επιστημονικός υπεύθυνος της σειράς "Ελληνικές Μουσικολογικές Εκδόσεις" επιθυμεί να εκφράσει την ιδιαίτερη ικανοποίηση του υποδεχόμενος το σύγγραμμα αυτό τού συναδέλφου πανεπιστημιακού δασκάλου, καθώς και τη γνώμη του ότι θα αποτελέσει τομή στην εξέλιξη των σπουδών της Bυζαντινής Mουσικολογίας σε ό,τι αφορά, κυρίως, τον τομέα της κοσμικής μουσικής. [...] (από τον πρόλογο του Απόστολου Κώστιου)