Το "Δεκαήμερον" ξετυλίγεται στους λόφους του Φιέζολε, λίγο πιο έξω από τη Φλωρεντία, το σωτήριο έτος 1348. Δέκα νέοι, εφτά κορίτσια και τρία αγόρια, έχουν καταφύγει εκεί πάνω για να γλιτώσουν από την πανούκλα που μαστίζει την πόλη. Οι τολμηρές ιστορίες που διηγούνται -δέκα κάθε μέρα- δεν είναι μόνο ένα παιχνίδι που κερδίζει αναβολές από το θάνατο, όπως στο "Χίλιες και μία νύχτες". Είναι, κυρίως, ένας διαλεκτικός ύμνος στη ζωή, και όπως πρώτος επισήμανε ο Πετράρχης, μια εκπληκτική άσκηση ύφους, που έμελλε να γίνει σημείο αναφοράς για την ιταλική λογοτεχνία ως τον δέκατο όγδοο αιώνα. "[...] Κι αυτός ο ίδιος, για να γίνει αρεστός στις κυρίες, έγραψε μυθιστορήματα, και ξαναφτιάχνοντας το μυθιστόρημα του Φλώρου και της Μπανκαφλώρας, αναζήτησε στα ηρωικά και αρχαϊκά χρόνια των ελληνικών παραδόσεων ένα περιβάλλον πιο ταιριαστό με τις κλασικές του μελέτες. Όμως τα διηγήματα έπρεπε να γίνονται πιο λαϊκά και πιο ευχάριστα , για να ταιριάζουν πιο πολύ στην εποχή και στις συνήθειες. Και γι αυτό στολίζονται ή επινοούνται διηγήματα κάθε λογής, σοβαρά και κωμικά, ηθικά και ανήθικα, ποικίλα και ομορφοφτιαγμένα από τους διηγηματογράφους, ανάλογα με τα γούστα του ακροατηρίου. Το διήγημα ήταν λοιπόν ένα ζωντανό λογοτεχνικό είδος στην εξουσία της φαντασίας, και σαν υλικό χυδαίο κι ελαφρό, παραμελήθηκε από τους καλλιεργημένους ανθρώπους. [...] Μ αυτό τον χυδαίο κι ελαφρό κόσμο ανακατεύτηκε ο Βοκάκιος, όχι με άλλο σκοπό παρά για να περιγράψει διασκεδαστικά πράγματα και να ευχαριστήσει την κυρία που του είχε δώσει την εντολή. Μάζεψε λοιπόν όλο αυτό το άμορφο και χοντροκομμένο υλικό που το μεταχειρίζονταν άνθρωποι μη λόγιοι, κι έφτιαξε μ αυτό τον αρμονικό κόσμο της τέχνης. Σοφές κι εντυπωσιακές έρευνες έγιναν στις πηγές απ τις οποίες ο Βοκάκιος άντλησε τα διηγήματά του. Και πολλοί πιστεύουν πως έχασε κάτι από τη δόξα του, όταν αποδείχτηκε πως τα περισσότερα διηγήματά του δεν ήταν δική του επινόηση, θαρρείς και η αξία του καλλιτέχνη στηρίζεται περισσότερο στην επινόηση παρά στο φορμάρισμα του υλικού. Είναι γεγονός ότι το υλικό, τόσο στην "Κωμωδία" και στο "Canzoniere", όσο και στο "Δεκαήμερο", δεν ήταν δημιούργημα ενός ανθρώπου, αλλά αποτέλεσμα ομαδικής κατεργασίας που πέρασε από διάφορες μορφές ώσπου το πνεύμα να το αποκρυσταλλώσει και να το κάνει αιώνιο. Υπήρχαν σε όλους τους λατινικούς λαούς διηγήματα με διάφορα ονόματα, αλλά δεν υπήρχαν ούτε το διήγημα ούτε ο διηγηματογράφος που θα μπορούσε να ενώσει τις χωριστές διηγήσεις και να τις δέσει σ έναν οργανικό κόσμο. Αυτό το δέσιμο το δημιούργησε ο Βοκάκιος. [...]" (από το βιβλίο "Ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας", του Francesco de Sanctis)