Καί ὁ Μύ καί ὁ Δί εἶχαν τήν τύχη, (μέ ἀτιμία, μέ παρακάλια) νά εὐεργετηθοῦν! Καί πρόδωσαν, καί ἔκλεψαν καί συκοφάντησαν, ἀλλά, κατάντησαν! Ὅλες τους οἱ αἰσχρές πράξεις γύρισαν ἐπάνω τους∙ τούς χτύπησαν ἀνηλεῶς, τούς σάπισαν… ναί, τό χειρότερο, τούς σάπισαν! Δέν τούς τελείωσαν…, τούς σάπισαν, τούς σάπισαν! Καί τόν Μύ καί τόν Δί∙ καί σάν ὄστρακα –ζῶντας μόνον μέ τή βουρκάδα τῆς ψυχῆς τους– βρώμισαν! Γιόμωσαν μπόχα τό χωριό μας τά δύο, Μύ, Δί, τά δύο… μύδια! Τό γιόμωσαν βρωμιά τό ὄμορφο, τό ἀξιολάτρευτο, μέ τούς καλόκαρδους καί θυμόσοφους ἀνθρώπους, χωριό μας. Τό βρώμισαν, τό βρώμισαν, τά δύο γραβατοφορεμένα σάπια… Μύ-Δί-α! Ἀθήνα, Μάρτης τοῦ 2018