Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Ημέρα πρώτη Eλεύθερη χωρίς περιοριστικούς όρους αφέθηκε η άνοιξη, που σ’ ένα καταχείμωνο βαθύ την είχανε ριγμένη. Το έγκλημά της; Τον κόσμο προσπαθούσε ν’ αλλάξει, κάθε που ερχότανε, κάθε που ευωδιάζει. Κι ο κόσμος όλο ανέτοιμος, όλο ανασφάλειες φορτωμένος, θέλει δεν θέλει. Φτυάριζε η εξουσία πάνω του το χώμα, ζωντανός, νεκρός, χάμω θαμμένος, μια ανάσα μακριά από το κώμα. Μάρτυρες υπεράσπισης φανήκανε, δύο χελιδόνια, μία μυγδαλιά κι ένας πουνέντες. Τα πειστήρια αθωότητας; Ένας μαυροφτεριασμένος ουρανός να σχίζεται, ανεμο-ευλογιά από άνθη στο κορμί της, και μια ευωδιά οι Συρακούσες στο πέλαγο. Δεν έχει σημασία πόσο αστραφτερό είναι ένα άνθος, αν κατάγεται από αριστοκρατικές ταξιανθίες ή από φτωχή κι άμοιρη αφρικανική σκόνη. Μόνο η αλήθεια του, ότι συντελείται ένα μικρό θάμα. Να κραυγάζει με τη Μαγδαληνή στο πλήθος. «ΑΘΩΑ, ΑΘΩΑ». Μια σταύρωση λιγότερη μας περιμένει.