Άνθρωποι του χωριού, απλοί και απλοϊκοί, ενώ μετέχουν στα γεγονότα, ζουν σε ένα περιθώριο, τα βιώνουν σαν σε παράλληλο κόσμο. Διψασμένοι για αγάπη ή για στοργή, θέλουν να ζήσουν καλύτερη ζωή, αλλά δεν ξέρουν πού και πώς να την χτίσουν. Ποθούν, ζηλεύουν, δουλεύουν, ερωτεύονται, μισούν, αγωνιούν, μεταναστεύουν, βοηθούν ο ένας τον άλλον όταν δεν σφάζονται μεταξύ τους. Στο βιβλίο πασχίζουν να βγάλουν τα όσα έχουν μέσα τους, τα όσα μονολογούν δίχως ακροατές στην φύση, όπου όσο τα λένε τα βρίσκουν σπουδαία, αλλά όταν κατόπιν τα ξαναβρίσκουν στα κατακάθια του καφέ και στα αυγινά τους όνειρα, στις λιτανείες των παπάδων και στις υποσχέσεις των πολιτικών, ζαλίζονται, αντραλιάζουν και ξεσπάνε στο πιοτό. Τα κατακάθια του πιοτού στο μυαλό κανείς δεν μπορεί να τα διαβάσει. Απομένουν οι εμφύλιοι έρωτες που μόνον ο θάνατος τους καταλύει, και οι τυφλές, σαρκοβόρες ελπίδες που μόνον αυτές ξέρουν την χρήση του "τίποτε". Κάθε πρόσωπο και μια γεωγραφία της ανυπαρξίας, ιστορίες του ανυπόστατου στην ελληνική επαρχία, σε ένα μωσαϊκό που κάθε τόσο ξηλώνεται και ξαναφτιάχνεται για να μοιάσει στο σήμερα, χωρίς να λογαριάζει κανείς αν το σήμερα θα διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή ή ένα δειλινό ακέραιο.