- Πρόσεξε με Στέφανε, ξανάπε η μητέρα του, όπως γνωρίζεις η Μαντώ στις γιορτές και στις εκπτώσεις, δουλεύει βοηθητικά στο κεντρικό Πολυώροφο κατάστημα της πόλης μας. Του οποίου ο Ιδιοκτήτης διατηρεί πολύ φιλικές σχέσεις με την οικογένειά της. - Ναι, το ξέρω, τη διέκοψε, και της Μαντώς της αρέσει αυτή η απασχόληση, γιατί περνά ευχάριστα την ώρα της εκεί μέσα, και βγάζει και κάποια χρήματα για τα μικροέξοδά της σαν κοπέλα. Δεν βλέπω που υπάρχει το κακό, μητέρα, σ αυτήν την υπόθεση; Δεν το βρίσκω καθόλου παράξενο, απεναντίας, που θέλει να εργάζεται όταν δεν έχει σχολείο. - Σωστά, έτσι γινόταν. Τώρα όμως ο Ιδιοκτήτης του Πολυκαταστήματος, αν και έχει τα διπλάσια και παραπάνω χρόνια της Μαντώς, τη ζήτησε απ τους γονείς της για να την κάνει γυναίκα του! - Πως; Τι είπες; Να την κάνει γυναίκα του! Και δέχτηκαν; - Φαίνεται πως ναι, απ ότι δείχνουν τα πράγματα, οι ετοιμασίες τους για το γάμο, αν και όχι με ευχάριστη διάθεση. Η Μαντώ είναι που τους πιέζει να γίνει. - Η Μαντώ! Η δική μου η Μαντώ πιέζει τους γονείς της να την παντρέψουν μ έναν άλλο άντρα; Και μου είπατε να μη φωνάξω, να μη δημιουργήσω επεισόδιο και να φερθώ πολιτισμένα; Η Μαντώ μου που είναι η ανάσα μου και η ζωή μου, θέλει να παντρευτεί αυτόν, αγνοώντας εμένα και την αγάπη μου; Και μου κάνατε συστάσεις να είμαι ήρεμος και τίποτα να μη συμβεί; Το Σύμπαν θα γκρεμίσω, κραύγασε και όρμησε έξω.