Το έργο "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης" εστιάζει κατά κύριο λόγο στην ενσωμάτωση της απόφασης-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν 3251/2004. Παράλληλα επισκοπεί τις παραδοσιακές αρχές του δικαίου της έκδοσης και ολοκληρώνει εξετάζοντας μέσω αναλυτικής νομολογιακής καταγραφής τη διαδικασία εκτέλεσης ενός εντάλματος. Στο εν λόγω πλαίσιο, παρουσιάζεται το νομικό αυτό εργαλείο, φωτίζεται η ερμηνεία του ελληνικού νόμου, και με τη σύγχρονη προσέγγιση και του ευρωπαϊκού πλαισίου από το οποίο έχει αυτός προέλθει, ενώ εντοπίζεται και η έλλειψη επαρκούς προστασίας των δικονομικών δικαιωμάτων του εκάστοτε εκζητουμένου. Συγκεκριμένα: Στο πρώτο κεφάλαιο οριοθετείται μέσα από μία σύντομη εισαγωγή το πεδίο έρευνας και επισκοπείται η νομική φύση και θέση του ΕΕΣ, ο τρόπος λειτουργίας του νέου αυτού θεσμού, αλλά και οι διαφοροποιήσεις από τις παραδοσιακές διαδικασίες έκδοσης, ώστε να εξαχθούν χρήσιμα θεωρητικά συμπεράσματα. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται οι αρχές ne bis in idem, της ειδικότητας, του διττού αξιοποίνου, της αμοιβαιότητας, της απαγόρευσης αναδρομικότητας, της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως εκδόσεως ημεδαπών και δη πως αυτές οι παραδοσιακές αρχές που διέπουν το δίκαιο της εκδόσεως, είτε εγκαταλείφθηκαν είτε ενσωματώθηκαν τόσο στην απόφαση-πλαίσιο όσο και στον ελληνικό νόμο για το ΕΕΣ, ώστε να φωτισθεί μέσω αυτών, όπου αυτό καθίσταται αναγκαίο, η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του ελληνικού νόμου 3251/2004, εντός του πλαισίου των αρχών. Το τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με τους υποχρεωτικούς, δυνητικούς και λοιπούς λόγους μη εκτέλεσης ενός ΕΕΣ, ενώ ειδικότερα αναλύεται τόσο το θεωρητικό υπόβαθρο των λόγων, όσο και πως έκαστος αυτών αντιμετωπίστηκε νομολογιακώς από τη δικαστηριακή πρακτική, επισημαίνοντας εύστοχα ανακύψαντα πρακτικά προβλήματα αλλά και προβαίνοντας σε χρήσιμες θεωρητικές παρατηρήσεις. Στο τέταρτο κεφάλαιο επιχειρείται πειστικά μία συνολική αποτίμηση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου που διέπει τη διαδικασία εκτελέσεως του ΕΕΣ αλλά και των δικονομικών προβληματισμών που ανακύπτουν κατά την εξέλιξη αυτής. Μέσω δε της ανασκόπησης των προθεσμιών ολοκλήρωσης διαδικασίας, της διαδικασίας άσκησης ενδίκων μέσων αλλά και των αναγκαίων εγγυήσεων του άρθρου 13 Ν 3251/2004, αναφύονται νέοι επιπρόσθετοι λόγοι άρνησης εκτέλεσης του ΕΕΣ, καθιστώντας το παρόν πολύτιμο βοήθημα για όσους διακονούν την ποινική θεωρία και πράξη. Το ανά χείρας έργο αποτελεί μία σημαντική συμβολή στην κριτική αποτίμηση ενός σημαντικού εργαλείου της επιχειρούμενης ενοποίησης του χώρου της απονομής της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη της ΕΕ, ενώ αποτελεί συγχρόνως και ένα πολύ χρήσιμο έργο ερμηνείας του πεδίου του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για την καθημερινή εφαρμογή του στη δικαστηριακή πράξη. Η συγγραφέας διατυπώνει ρεαλιστικές και πειστικές λύσεις σε σωρεία θεμάτων που αναφύονται στην πρακτική υλοποίηση του νομικού αυτού εργαλείου, χρήσιμου μεν για την έννομη τάξη και τη διακρατική συνεργασία, αλλά και επικίνδυνου συγχρόνως για τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα του εκζητουμένου. Το έργο συμπληρώνεται με πλούσια βιβλιογραφία (ελληνική και ξενόγλωσση), παράρτημα σχετικής νομολογίας, την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, καθώς και υπόδειγμα ΕΕΣ.