O φανατισμός είναι ένα διαχρονικό ψυχολογικό και κοινωνιο-ψυχολογικό φαινόμενο, γιατί είναι πάντοτε επίκαιρο. Τροφοδοτείται από τις κρίσεις και ταυτόχρονα τις πριμοδοτεί. Στην ιστορική του διαδρομή ο φανατισμός απέδειξε ότι περισσότερο έβλαψε παρά ωφέλησε τόσο την αλήθεια, στο όνομα της οποίας έδρασε, όσο και την κοινωνία. Ο φανατισμός προϋποθέτει υποκείμενο και αντικείμενο έκφρασης. Το υποκείμενο ισχυρίζεται ότι βρίσκεται και υπηρετεί, κατά κανόνα αυτόκλητα, το χώρο του ιερού. Ο αντικείμενος του φανατικού αντιμετωπίζεται ως ανίερος, και γι αυτό δαιμονοποιείται. Είναι προφανές ότι ο φανατισμός χρησιμοποιείται για την προστασία του ιερού και γι αυτό το λόγο στρέφεται εναντίον του κοσμικού και βέβηλου1. Σ αυτή τη διαδικασία διαπιστώνεται η αλλοτρίωση του φορέα του και ως προς την αλήθεια, που επιθυμεί να υποστηρίξει, και ως προς αυτούς στους οποίους απευθύνεται. Τελικά από το φανατισμό κανείς δεν ωφελείται, γιατί ούτε τα κίνητρα, ούτε τα μέσα αλλά ούτε και οι σκοποί έχουν θετικό και οικοδομητικό περιεχόμενο. Ο φανατισμός αφορά ταυτόχρονα σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα του ανθρώπινου βίου, ακόμη και τα πλέον ανύποπτα, όπως η διατροφή, η υγεία, η τέχνη, το καθήκον, η παιδαγωγική, η επιστήμη, οι εκτρώσεις, η οικολογία, η ειρήνη, ο αθλητισμός. Γι αυτό και κάθε προσέγγιση του φαινομένου είναι απαραίτητα διεπιστημονική. Λόγο έχει η Θεολογία, η Θρησκειολογία, η Φιλοσοφία, η Ηθική, η Ψυχολογία, η Κοινωνική Ψυχολογία, η Ψυχιατρική, η Κοινωνιολογία. Η εργασία αποτελείται από την Εισαγωγή, τέσσερα Κεφάλαια, τα Συμπεράσματα, τη Βιβλιογραφία και το Ευρετήριο ονομάτων και εννοιών. Στην Εισαγωγή γίνονται εννοιολογικές και τυπολογικές παρατηρήσεις, ενώ σκιαγραφείται η ιστορική διαδρομή του φανατισμού. Στο Πρώτο Κεφάλαιο γίνεται μια θρησκειολογική-θεολογική προσέγγιση. Ο φανατισμός είτε συνδέεται άμεσα με την κατ εικόνα των ανθρώπων δημιουργία της θρησκείας, της οποίας και αποτελεί αναγκαίο εργαλείο, είτε με έναν Θεό, όπως αυτός μέσα από αντίστοιχες ερμηνείες προκύπτει από τα ιερά κείμενα, είτε ενεργοποιείται ερήμην του Θεού αλλά στα όρια θρησκευτικών υποκατάστατων. Στο Δεύτερο Κεφάλαιο η οπτική προσέγγισης είναι η ψυχολογική. Διερευνώνται τα ψυχολογικά αίτια του φανατισμού, τα ψυχολογικά του χαρακτηριστικά και οι ψυχολογικές συνέπειες. Στο Τρίτο Κεφάλαιο ο φανατισμός προσεγγίζεται από τη σκοπιά της Ηθικής. Εξετάζονται τα ηθικά κίνητρα, οι τρόποι δράσεις και οι ηθικές συνέπειες του φανατισμού. Το Τέταρτο Κεφάλαιο αφιερώνεται στην κοινωνιολογική κατανόηση του φανατισμού. Ερευνώνται τα κοινωνικά αίτια, οι κοινωνικές δράσεις και συμπεριφορές του μαζικού φανατισμού. Εξετάζονται επίσης ως κοινωνιο-ψυχολογικά φαινόμενα ο θρησκευτικός, ο πολιτικός και ο εθνικιστικός-πολιτισμικός φανατισμός. Στα Συμπεράσματα γίνεται μια κριτική αποτίμηση του φανατισμού. Ο σκοπός αυτής της μελέτης είναι διπλός. Από τη μια πλευρά σκοπεύει να φωτίσει περισσότερο τις σκοτεινές και προβληματικές πλευρές της θρησκευτικότητας ώστε να μπορεί να είναι λυτρωτική για τα άτομα και την κοινωνία, και από την άλλη να συμβάλει έστω και κατ ελάχιστο στην θρησκειο-ψυχολογική και θρησκειο-κοινωνιολογική έρευνα του φανατισμού στο ορθόδοξο κυρίως περιβάλλον, μια και η μέχρι τώρα προσέγγιση του φαινομένου είναι αποσπασματική, απουσιάζει δηλαδή μια συστηματική και περιεκτική διερεύνησή του από πλευράς θεολογικής, ψυχολογικής, ηθικής και κοινωνιολογικής.