Εισαγωγικό σημείωμα Η "Σουίτα για ορχήστρα εγχόρδων" γράφτηκε για το Preparatory String Ensemble, ένα από τα σύνολα που αποτελούν την Greater Princeton Youth Orchestra (GPYO). Ολοκληρώθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1993 και παίχτηκε τον Μάιο του 1993· είναι αφιερωμένη στον John Enz, τσελίστα της Princeton Symphony Orchestra, άλλου συνόλου της GPYO, και μουσικό ταγμένο στην οργάνωση και διδασκαλία νέων μουσικών -όχι μόνο του Πρίνστον. Η αφιέρωση κατοπτρίζει την αφοσίωση του ίδιου του Δυμιώτη στην μουσική εκπαίδευση της νεολαίας, και στην διδασκαλία της μουσικής ως κοινωνική προσφορά. Σχετικό είναι σίγουρα το γεγονός πως ο Δυμιώτης δεν ασχολήθηκε ποτέ με την πρωτοποριακή μουσική. Όλοι του οι δάσκαλοι, άλλωστε, ήταν μετά-πρωτοποριακοί συνθέτες. Μάλιστα, ο Alexander Goehr, ο αγαπημένος του δάσκαλος στο Κέιμπριτζ, είχε συνειδητά εγκαταλείψει την πρωτοπορία, πιστεύοντας ότι η μουσική δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης παρά μόνο όταν κινείται εντός της παραδόσεως των ηχητικών συμβόλων κάθε πολιτισμού. Σε κάθε μέρος της σουίτας, ο Δυμιώτης εκφράζεται σε ύφος μιας από τις διαδοχικές περιόδους της παράδοσης της δυτικής μουσικής, από το μπαρόκ έως τον 20ό αιώνα. Πρόκειται λοιπόν για μία πρωτότυπη "ιστορική σουίτα", ενώ, από μια άλλη άποψη, τα τέσσερα μέρη (όλα σε κάποιο είδος τριμερούς μορφής) αντιστοιχούν στα μέρη μιας κλασικής συμφωνίας. Ο "Σικελικός χορός" στα 6/8, με τα γνώριμα παρεστιγμένα σχήματα με τα οποία απέδιδαν τον βουκολικής αίσθησης αυτόν χορό στο Μπαρόκ, είναι το μόνο μέρος που έχει άμεση σχέση προς την σουίτα του Μπαρόκ. Στο μεσαίο τμήμα εισάγονται σχήματα από συνεχή δέκατα έκτα, που, στο τελευταίο τμήμα του μέρους, συνδυάζονται αντιστικτικά και μελωδικά με τα παρεστιγμένα μοτίβα. Το δεύτερο μέρος, με τίτλο "Όψεις χορού", είναι ως προς την μορφή και την αρμονική του διαφάνεια "Σαν ένα μενουέτο" της κλασικής περιόδου, ή μάλλον σαν ένα σκέρτσο, δεδομένων των δημοτικοφανών "γυρισμάτων" του και της "αδέξιας" τελικής πτώσης. Έχει ενδιαφέρον ότι το Τρίο, στα 5/8, λόγω του flautando παιξίματος που απαιτείται, δεν έχει χαρακτήρα λαϊκού χορού. Ο τίτλος του αργού μέρους, "Τόξα" (ή "Αψίδες"), υπαινίσσεται πιθανώς τις απλωμένες καμπύλες γραμμές των μουσικών φράσεων, αλλά κυρίως πρέπει να δηλώνει το δοξάρι και τα έγχορδα με δοξάρι, γιατί το μέρος αυτό είναι το πιο ταιριαστό στην ιδιομορφία και την ποιότητά τους. Η μουσική είναι σε ύφος του ώριμου Ρομαντισμού, με πυκνά μεταβαλλόμενη χρωματική αρμονία και ρευστό ρυθμό, και μία συναισθηματική κορύφωση που συντελείται μέσω ενός κρεσέντο και της παράλληλης πύκνωσης συνοδευτικών σχημάτων. Διατηρεί εντούτοις, και αυτό το μέρος, την αντιστικτική του διαύγεια που αποτελεί ένα από τα γνωρίσματα του συνθέτη, και η οποία επιτρέπει στην αξιοπρέπεια να φρενάρει τον συναισθηματισμό, και αφήνει ικανή ποσότητα του λαμπρού μεσογειακού φωτός να αναδύεται. Το τελευταίο μέρος, ένας "Χαρούμενος επίλογος", είναι πνευματώδες, ζωηρό και φωτεινό. Το διατρέχουν χορευτικά μελωδικά σχήματα, που θυμίζουν συνθέτες του 20ού αιώνα που είχαν εμπνευστεί από την λαϊκή μουσική, όπως τον Νίκο Σκαλκώτα, του οποίου το μοτίβο του Αρκαδικού χορού, με τις κατιούσες τρίτες, ακούγεται ευκρινώς στο κεντρικό τμήμα ("Meno Mosso") της τριμερούς μορφής. Η επιστροφή στο αρχικό θέμα εισάγεται με έναν μονόλογο των πρώτων βιολιών που καταλήγει σε μία αποφασιστική ανοδική κλίμακα, και το μέρος τελειώνει με έναν παρόμοιο παιχνιδιάρικο μονόλογο που κλείνει χιουμοριστικά και απότομα το έργο. Μία σύνθεση με τίτλο Δίπτυχο και χρονολογία το 1998, που είναι καταγραμμένη στον προσωρινό κατάλογο έργων του Δυμιώτη που συνέταξε η Μάρω Σκορδή, αποτελείται από τα δύο πρώτα μέρη αυτής της σουίτας, αυτούσια. Η παρούσα, συνεπώς, έκδοση περιέχει δύο έργα: την Σουίτα για ορχήστρα εγχόρδων του 1993, και το Δίπτυχο για ορχήστρα εγχόρδων του 1998. Καίτη Ρωμανού Introductory Note The "Suite for String Orchestra" was written for the Preparatory String Ensemble, one of the groups that make up the Greater Princeton Youth Orchestra (GPYO). Completed on January 10, 1993, it was performed in May 1993; it is dedicated to John Enz, a cellist of the Princeton Symphony Orchestra (another GPYO group), and a musician devoted to the organisation and teaching of young musicians ensembles - in Princeton and beyond. The dedication reflects Dymiotiss own commitment to the musical education of the young and to the teaching of music as a social duty. This is certainly related to the fact that Dymiotis was never involved in avant-garde music. Indeed, all his composition teachers were post-avant-garde composers, and Alexander Goehr, Dymiotiss valued teacher in Cambridge, had deliberately abandoned avant-gardism, realising that music will not serve as a field of artistic expression if one moves beyond the tradition of a cultures sound symbols. In each movement of the suite, Dymiotis expresses himself in the style of one of the successive periods of the Western tradition, from the baroque to the 20th century. The work could therefore be termed a "historical suite", while, from another point of view, the four movements (all in some sort of ternary form) correspond to those of a classical symphony. The "Siciliano", in the familiar 6/8 dotted rhythms by which a pastoral atmosphere was attributed to the Sicilian dance, is the only movement with a direct link to the baroque suite. In the mid-section, runs of sixteenth notes are introduced, which are then both contrapuntally and melodically combined with the dotted patterns. The second movement, "Aspects of Dance", is, in its structure and harmonic clarity, "Like a minuet" of the classical period, or rather like a scherzo, given its (Eastern European) folk-like turns and its "awkward" final cadence. Interestingly, due to the flautando bowing required, the "Trio", although in 5/8, has not the character of a folk dance. The title of the slow movement, "Arches", alludes to the overall ample curves of the melodies, but, mainly, to the bow and the bowed instruments, because this movement is the most appropriate to the bowed strings sound production and quality. "Arches" is in a late romantic style, with perpetually changing chromatic harmony, fluid rhythm, and an emotional climax achieved by a crescendo and the synchronous densification of accompanying figures. Even this movement, however, maintains the contrapuntal lucidity that is one of the composers characteristics, and which allows dignity to bridle sentimentality, and some of the bright Mediterranean light to emerge. The last movement, a "Merry Postlude", is witty, lively and bright. It is permeated by dance-like patterns, reminiscent of 20th-century composers inspired by folk music like Nikos Skalkottas, whose Arcadian dance motive of descending thirds is distinctly heard in the "Meno Mosso" central part of the ternary structure. The return to the first subject is introduced by a monologue of the first violins, ending with a decisive upward scale, and the movement finishes with a similar playful monologue ending the work abruptly and humorously. A composition entitled "Diptych" and dated 1998, recorded in a provisional Catalogue of Dymiotiss works compiled by Maro Skordi, consists of the first two movements of the suite. The present edition, therefore, contains two works: the Suite for String Orchestra of 1993, and the Diptych for string orchestra of 1998. Katy Romanou