"Στο χωριό όμως οι άνθρωποι έπρεπε να τον αποδώσουν σ’ έναν πατέρα πρώτα κι ύστερα σε μια μάνα. Έτσι όριζε η τάξη: τα παιδιά δεν μπορεί ν’ ανήκουν ούτε στη βασίλισσα ούτε στους θείους ούτε στους παππούδες τους - αυτοί έχουν τα δικά τους παιδιά. Για πρώτη φορά το καταλάβαινε τώρα πως από παιδί της βασίλισσας έπρεπε να γίνει ξανά το παιδί του αντάρτη, με όσα μπορούσε αυτό να σημαίνει. Χαμήλωσε το φιτίλι της λάμπας και πλάγιασε. Για ώρα έμεινε με τα μάτια ανοιχτά ακούγοντας τον σιγανό βόγκο του αέρα μέσα στα δάση". [...] "Ο Γιάννης για όλη του τη ζωή θα θυμόταν εκείνα τα λόγια του φίλου του. [...] "Πιστεύω πως μπορείς και συ μια μέρα να μιλήσεις για τη μοίρα των φτωχών ανθρώπων, για τα βάσανα της γρια-Βενετιάς, για την τύχη του πατέρα σου, για τα σκληρά χρόνια σου στις παιδοπόλεις. Μπορείς να γράψεις για τα καλοκαίρια στο χωριό κι εδώ στη Φονιά, γι’ αυτόν τον πρώτο σου έρωτα. Πριν από λίγο, καθώς έβλεπα τ’ αστέρια στον ουρανό, σκεφτόμουν πως κάθε άνθρωπος σ’ αυτή τη ζωή έχει το δικό του άστρο, έχει το δικό του πεπρωμένο, και είναι τυχερός όποιος μπορέσει και το εκπληρώσει". Εκείνη τη στιγμή ένα πεφταστέρι πέρασε πάνω από τον Φανό κι έσβησε μακριά μέσα στο πέλαγος". Ο Γιάννης Αρχοντής -το ατίθασο αγόρι των "Διπλωμένων φτερών", το υποταγμένο παιδί του "Θολού βυθού" στο "Φως της Φονιάς", μετά την περιπλάνηση οκτώ χρόνων, επιστρέφει ως ξένος στο νησί του. Τελειώνει, έτσι, η μικρή «Οδύσσεια» στον έξω κόσμο, για να αρχίσει η οδυνηρή οδοιπορία του στους δικούς του λαβυρίνθους, καθώς πρέπει τώρα να μεταμορφωθεί από "παιδί της βασίλισσας" και πάλι σε γιο του αντάρτη. Όσο ο μοναχικός έφηβος αγωνίζεται να γνωρίσει τον εαυτό του και να ορίσει τη μοίρα του, θα στοιχειώνουν τις μέρες του η αμφίθυμη σχέση με έναν πατέρα που αναδύεται "σαν σκιά από τον Άδη" και το κρυφό σαράκι ενός αγνού και ανεκπλήρωτου έρωτα πάνω στον κόκκινο βράχο μιας θρυλούμενης κουρσάρικης σφαγής, τον κάβο της Φονιάς. Ακόμη βαθύτερα, στη δυστοπία μιας άξενης πολιτείας, έχει αρχίσει να κατέχεται από την αλλόκοτη εμμονή να εκπληρώσει κάποτε το "συγγραφικό πεπρωμένο" του - φαντασίωση που η πνοή μιας μοιραίας φιλίας θα της προσδώσει το νόημα "εντολής". Τα τρία φωτεινά καλοκαίρια του στο νησί, κοντά στους ταπεινούς ξωμάχους, δίπλα στις δύο γνωστικές γερόντισσες και τον τυφλό γέρο που έβλεπε το αόρατο, δεν είναι γι’ αυτόν παρά τα πρώτα μαθήματα αληθινής ζωής και ελευθερίας, η αρχή της μύησής του σ’ έναν κόσμο σκληρό και άγνωστο. Στην πυρωμένη πέτρα της «μεγάλης κοιλάδας», τα ερημικά ξωκλήσια και τα φτωχικά καλύβια, στη νυχτερινή σιγή του δάσους, τη βοή του αγέρα και τον αχό του πελάγους, συλλαβίζει το ξεχασμένο παιδικό του αλφαβητάρι. Το "Φως της Φονιάς", το τελευταίο μέρος της τριλογίας, με μιαν επική αφήγηση αποτυπώνει την ελληνική κοινωνία κάτω από τον βαρύ ίσκιο του Εμφυλίου, στην τραγική δεκαετία 1949-1959, όταν οι διώξεις και η εξαθλίωση οδηγούν στη "μεγάλη έξοδο" από τη χώρα. Οι σκληροτράχηλοι εκείνοι άνθρωποι μιας μυθικής πια εποχής μοιάζει να αποδοκιμάζουν σιωπηρά την απληστία και την πλησμονή, να χλευάζουν σχεδόν τη μαλθακότητα και την αφροσύνη των επιγόνων τους.