Το θέμα του παρόντος τόμου είναι η ανθεκτικότητα των νοικοκυριών στις συνθήκες της κρίσης: οι πρακτικές επιβίωσης, οι τρόποι υπέρβασης των προβλημάτων, οι στρατηγικές επιβίωσης, ό,τι δηλαδή συνθέτει τη δυνατότητα "να τα βγάλεις πέρα". Οι αφηγήσεις των νοικοκυριών αναδεικνύουν τη σύνδεση της θεματικής της ανθεκτικότητας με εκείνη της αποστέρησης. Οι οικονομίες και η αναπροσαρμογή της κατανάλωσης σε ένα χαμηλότερο κόστος ζωής είναι κάτι κοινό. Όμως όταν τα νοικοκυριά μειώνουν τα γεύματα, αφαιρούν το κρέας ή τα φάρμακα και μειώνουν τη θέρμανση, δεν πρόκειται για στρατηγικές ανθεκτικότητας, αλλά για πρακτικές συνέπειες της στέρησης. Από τα δεδομένα της έρευνας προκύπτουν όμως και οι αρνητικές συνέπειες της "αντοχής" σε σχέση με τη σωματική και ψυχική υγεία. Πράγματι, μία από τις χειρότερες συνέπειες των πρακτικών ανθεκτικότητας που αφορά το σώμα είναι η μόνιμη σωματική βλάβη. Ταυτοχρόνως, οι διαδικασίες εξασφάλισης της ανθεκτικότητας έχουν έντονο έμφυλο χαρακτήρα και τείνουν να αναπαράγουν τις έμφυλες ανισότητες. Στην έρευνά μας αποτυπώνεται πώς οι γυναίκες φροντίζουν τους άλλους ενώ ταυτόχρονα παραμελούν τον εαυτό τους. Οι πρακτικές του νοικοκυριού συχνά προϋποθέτουν την υπερφόρτωση των γυναικών με «διπλές βάρδιες», όπου η αμειβόμενη εργασία προστίθεται στην απλήρωτη οικιακή και οικογενειακή φροντίδα. H επέκταση του λόγου περί ανθεκτικότητας αναδύθηκε ταυτόχρονα με την ενίσχυση των ιδεολογιών της ατομικής ευθύνης και του ενεργητικού πολίτη και την άσκηση πολιτικών που ευνοούν την απόσυρση της δημόσιας στήριξης σε όσους αντιμετωπίζουν φτώχεια. Επιπλέον, η αναφορά στην ανθεκτικότητα επικρατεί σήμερα σε μεγάλο μέρος του κυρίαρχου λόγου για την αναπτυξιακή ατζέντα. Δεν υπάρχει όμως άμεση και προφανής διέξοδος από τη φτώχεια μέσω της ανθεκτικότητας. Η ανάπτυξη πρέπει να συνεχίσει να αφορά τη μείωση της φτώχειας και την ευημερία, και όχι την οικοδόμηση ανθεκτικότητας.