Στο κοντινό μέλλον, έπειτα από απανωτές πανδημίες που σάρωσαν την υφήλιο, έρχεται ένας νέος ιός που δεν αντιμετωπίζεται με μάσκες και αντισηπτικό και δίνει μια νέα έννοια στην κοινωνική αποστασιοποίηση. Οι κοινωνικές δομές καταρρίπτονται και στο κέντρο της Αθήνας δημιουργείται ένα απρόσμενο δίκτυο ηρώων της νύχτας που αψηφούν τους κινδύνους που παραμονεύουν σε κάθε γωνία για να συνδράμουν στην επιβίωση των τελευταίων επιζώντων… Ο γυμνός άνδρας στάθηκε μπροστά στο παράθυρο του τρίτου. Ο ήλιος τον ζέστανε μέσα από τα φρεσκοπλυμένα τζάμια. Ο δρόμος κάτω, άδειος. Μέσα στη μέση, το ένα πίσω από το άλλο, αμάξια λεκιασμένα από την χωμάτινη βροχή της προηγούμενης εβδομάδας, με οροφές γεμάτες ξεραμένες κουτσουλιές από τα τελευταία περιστέρια πριν εξαφανιστούν κι αυτά. Άραγε πέταξαν μακριά; Ήξεραν που να πάνε για να μην κινδυνεύουν; Ή είχαν γίνει μια χαψιά απλά, ένα-ένα με το πέρασμα του χρόνου όπως τα αδέσποτα; Σιγά μην είχαν γλυτώσει... Ο Τέλης έσφιξε τις γροθιές του, παρατηρώντας τους αναποδογυρισμένους κάδους, τις ξεσκισμένες σακούλες σκουπιδιών, τις σπασμένες ζαρντινιέρες στην είσοδο του κτιρίου. Η πρόσοψη ήταν μαυρισμένη από τις φωτιές στους κάδους που ξέφυγαν ένα βράδυ και παραλίγο να καούν όλοι ζωντανοί εκεί μέσα. Ο πενηντάχρονος ασφαλιστής τους είχε προειδοποιήσει. Και τον βλάκα τον μηχανικό αυτοκινήτων από παραδίπλα και εκείνον τον κτηνίατρο που επέμενε να βάλουν φωτιές περιμετρικά. Αλλά δεν τον είχαν ακούσει εκείνο το βράδυ. Και τι κατάλαβαν; Τώρα τους κλαίγανε οι οικογένειες τους και τους δύο. Μία εστία απ’ έξω αρκούσε για εκφοβισμό. «Τέλη;» Ακούστηκε η φωνή της Μαριάννας από την πολυθρόνα. «Τέλη, λαμβάνεις;» Ο ιδρωμένος άνδρας πέταξε την πετσέτα του στον ώμο και έψαξε για το γουόκι-τόκι κάτω από τον τακτοποιημένο σωρό με τα διπλωμένα ρούχα. Όλα ήταν σιδερωμένα στην εντέλεια. Κάποιες συνήθειες δεν κόβονταν.