Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Μια παράξενη ευγένεια Καθίσανε αντικριστά στο σαλονάκι. Τα πόδια του σχημάτισαν ένα σταυρό. Στο στόμα είχε το χαμόγελο, στο βλέμμα τη θηλιά. Μία παράξενη ευγένεια τον χαρακτήριζε και μια μελαγχολία όλο μουσική. Θέλεις κάτι να πεις; Ρώτησε. Κι εκείνος μίλησε για ένα αγόρι που έφταιγε. Κι έτσι καθώς τον κοίταζε ήθελε να τον προσκυνήσει. Γιατί έβλεπε στην πλάτη του τον βράχο να βαραίνει. Ανήμπορη ήτανε μπροστά του. Αδύναμη εκείνη, κι όχι αυτός που σήκωνε τα φταίω όλου του κόσμου. Μια φράση πνίγηκε πριν βγει. Την έπνιξε η σιωπή, μην τον λαβώσουνε τα λόγια μας ακόμα παραπάνω.