Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009 ανέδειξε πολλαπλές αστοχίες στην εφαρμογή των κανόνων επιχειρηματικής δεοντολογίας (conduct of business rules) από οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, ιδίως ως προς τις μη αποδεκτές πρακτικές πωλήσεων (mis-selling). Αποτέλεσμα των εκτεταμένων φαινομένων mis-selling ήταν να ζημιωθούν οι καταναλωτές χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών, οι ίδιες οι οντότητες, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η οικονομία εν γένει. Στο πλαίσιο αυτό, ο περιορισμός των φαινομένων παράβασης των κανόνων επιχειρηματικής δεοντολογίας, ιδίως της έκφανσής του που έγκειται στην πώληση χρηματοοικονομικών προϊόντων σε πελάτες, χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το συμφέρον των τελευταίων, βρέθηκε στο επίκεντρο του ρυθμιστικού ενδιαφέροντος μέσω προληπτικής παρέμβασης σε όλα τα στάδια κατασκευής και διανομής των σχετικών προϊόντων προ της εισόδου τους στην αγορά, αλλά και κατασταλτικής, δηλαδή μετά την εισαγωγή τους στην αγορά. Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να αναδείξει τα πλαίσια που διέπουν την κατασκευή και τη διανομή επενδυτικών, ασφαλιστικών και προϊόντων λιανικής τραπεζικής, κυρίως μέσω των δράσεων που οι καλυπτόμενες οντότητες θα πρέπει ή θα μπορούσαν να υιοθετήσουν προκειμένου να επιτύχουν συμμόρφωση προσαρμόζοντας σχετικώς την εσωτερική τους διακυβέρνηση και το σύστημα εσωτερικού ελέγχου τους. Η προσέγγιση που ακολουθείται κατά την ανάλυση των ανωτέρω καθορίζεται από την πεποίθησή ότι μία ορθά σχεδιασμένη και υλοποιηθείσα διαδικασία διακυβέρνησης προϊόντων αποτελεί βασική προϋπόθεση για ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου επιχειρηματικής δεοντολογίας (conduct risk) και για τη λειτουργία μιας επιτυχημένης επιχειρηματικής στρατηγικής.