Ένα βιβλίο «φόρος τιμής» στην εκατόχρονη επέτειο από τον βάναυσο ξεριζωμό του πληθυσμού της Ανατολικής Θράκης· ένα έργο ζωής, μία «υποχρέωση», όπως λέει ο ίδιος, στη μνήμη των παππούδων του, που δεν σταμάτησαν ποτέ να ατενίζουν με νοσταλγία και βαθύ πόνο τα πατρογονικά εδάφη τους, εκεί, πέρα, στην απέναντι μεριά του Έβρου… «Μαύρη πέτρα έριξες πίσω σου, καπετάνιο! Καλώς ήρθες στον τόπο σου!» είπε φωναχτά ο δεσπότης. Ο γέρος γέλασε πικρά. Ύστερα, με όση δύναμη είχε μέσα στη γέρικη ψυχή του, απάντησε δείχνοντας με το χέρι του: «Η πατρίδα μου είναι πέρα, δέσποτα! Πέρα! Η Ανατολική Θράκη. Εκεί είναι όλα· πατεράδες, μανάδες, αδέρφια, παιδιά, φίλοι, σπίτια, χωράφια… η ψυχή μας! Μας τα πήραν όλα, τίποτα δε μας αφήσαν· μόνο λίγες ρίζες… Εδώ είμαι μουσαφίρης, δέσποτα, πρόσφυγας· πάει να πει ξένος!» Απόλυτη σιγή επικράτησε. Ο γέρος πήρε ακόμα μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Σήμερα είναι 19 του Οκτώβρη. Πάνε τριάντα χρόνια, δέσποτα, από τη μέρα που αφήσαμε τα σπίτια μας και περάσαμε το ποτάμι! Ακόμη θαρρώ πως είναι ψέμα. Σαν σήμερα ήταν, 19 του Οκτώβρη του 1922…» Ο γέροντας σωριάστηκε στο κρύο πλακόστρωτο, με το βλέμμα πέρα, στην Ανατολική Θράκη. Τα μαυροπούλια χαμηλοπέταξαν, πήραν την ψυχούλα του και έφυγαν για πέρα… στη μόνη πατρίδα που αγάπησε όλη του τη ζωή. Εκεί που τον περίμενε η μανούλα του, ο πατέρας του, ο φημισμένος καπετάν Κρυωνάς, κι ο γιος του.