Προδιαγραφές προϊόντων
Ημερομηνία Έκδοσης | 1/2010 |
Διαστάσεις | 24χ17 |
ISBN13 | 978-960-467-226-4 |
Με την έναρξη της επανάστασης του 1821 οι πολλαπλές απώλειες υγείας που χαρακτήρισαν τις πρώτες συντονισμένες μάχες των ελληνικών ατάκτων στρατιωτικών δυνάμεων, κατέστησαν επιτακτικό τον επαναπροσδιορισμό της υγειονομικής περίθαλψης με σκοπό την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση μαζικών απωλειών υγείας. Εξάλλου, οι επιδημίες που μάστιζαν την εποχή εκείνη το ελληνικό κράτος είχαν γενικότερο αντίκτυπο στην στρατιωτική δύναμη της χώρας, αφού οι περισσότεροι Έλληνες έπρεπε να είναι αξιόμαχοι και ετοιμοπόλεμοι. Αυτές οι στρατιωτικές ανάγκες ήταν που έδωσαν ώθηση στην δημιουργία των πρώτων οργανωμένων δομών συγκέντρωσης υγειονομικών υπηρεσιών, τη δημιουργία δηλαδή μικρών νοσηλευτικών θεραπευτηρίων ή και μεγαλύτερων νοσοκομειακών μονάδων. Με την οργάνωση του πρώτου Ελληνικού Στρατού δημιουργείται και η πρώτη υποτυπώδης Υγειονομική Υπηρεσία για να ακολουθήσει η ίδρυση το 1823 του Πρώτου Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ναυπλίου, το οποίο δεν λειτουργούσε εξολοκλήρου για τις ανάγκες του στρατεύματος. Στη συνέχεια, το 1836, ιδρύθηκε το Πρώτο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, το οποίο ήταν το πρώτο αμιγώς στρατιωτικό νοσοκομείο της Ελλάδας, αποτέλεσε σταθμό στην στρατιωτική αλλά και γενικότερα στην ιατρική της νεότερης Ελλάδας προσφέροντας πολλαπλό υγειονομικό και επιστημονικό έργο. Επιπλέον, αξιοσημείωτος ήταν και ο εκπαιδευτικός ρόλος που διαδραμάτισε ως οργανικό κομμάτι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εκπαιδεύοντας νοσοκόμους-νοσηλευτές στο πρώτο στην παγκόσμια ιστορία Σχολείο Νοσοκόμων, αλλά και νέους στρατιωτικούς ιατρούς στις ειδικότητες της χειρουργικής και εσωτερικής παθολογίας. Τα χρόνια που ακολούθησαν την επανάσταση του 1821, το πολύπαθο ελληνικό έθνος γνώρισε πολλές πολεμικές συρράξεις. Δύο βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), δύο παγκόσμιους πολέμους (1917-1918, 1940-1941), τον ατυχή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, την εκστρατεία και καταστροφή στη Μικρά Ασία 1919-1922, και δύο εμφυλίους πολέμους (1823-1825 και 1946-1949). Οι πόλεμοι αυτοί προσέδωσαν εμπειρία στο ελληνικό υγειονομικό σώμα και την ιατρική τραυματολογία στην Ελλάδα. Επιπλέον, οδήγησαν σε δημιουργία πολλών καινούργιων στρατιωτικών νοσοκομείων λόγω της αύξησης των γεωγραφικών ορίων της χώρας και της αύξησης των υγειονομικών αναγκών σε ένα βαθμιαία αυξανόμενο, αριθμητικά, στράτευμα. Ο αριθμός των πρόσκαιρων-προσωρινών στρατιωτικών νοσοκομείων, των στρατιωτικών νοσοκομείων εκστρατείας και διακομιδών στους πολέμους αυτούς αναδιαμορφώνονταν παράλληλα με τις αλλαγές του γεωγραφικού χάρτη και σύμφωνα με τις πολεμικές ανάγκες, τα μέτωπα και γενικότερα το θέατρο επιχειρήσεων. Μόνιμα στρατιωτικά νοσοκομεία δημιουργήθηκαν στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας όπως η Θεσσαλονίκη, η Λάρισα, η Δράμα και η Αλεξανδρούπολη. Ιδιαίτερα τα στρατιωτικά νοσοκομεία των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, άνοιξαν το δρόμο στη σύγχρονη ιατρική ιστορία της νεότερης Ελλάδας με την εφαρμογή νέων ιατρικών μεθόδων και τη χρήση νέων τεχνολογιών. Σε αυτά εργάστηκαν διάσημοι και διακεκριμένοι στρατιωτικοί ιατροί αρκετοί από τους οποίους μάλιστα αναγορεύτηκαν καθηγητές του πανεπιστημίου χωρίς να σταματήσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε αυτά, συμβάλλοντας καθοριστικά στη θεμελίωση και εξέλιξη της στρατιωτικής ιατρικής και γενικότερα της ιατρικής στη χώρα μας. Μικρότερα στρατιωτικά νοσοκομεία δημιουργήθηκαν σε μικρότερες επαρχιακές πόλεις όπου η συνεργασία με τα μεγαλύτερα στρατιωτικά νοσοκομεία της χώρας έδωσαν ώθηση στην ιατρική πράξη της επαρχίας και βοή-θησαν στην εκρίζωση επιδημικών ασθενειών με την εφαρμογή οργανωμένων προγραμμάτων προληπτικής ιατρικής. Ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία και μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης διαδραμάτισαν τα στρατιωτικά νοσοκομεία της πόλης αυτής. Η κομβική θέση της σε συνάρτηση με τις εδαφικές διεκδικήσεις των βαλκανικών χωρών, με στόχο την επέκταση των συνόρων τους προς τη θάλασσα, κατέστησαν τη Θεσσαλονίκη το βασικότερο νοσηλευτικό κέντρο κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Πρώτο και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ομοίως, και τα Στρατιωτικά Νοσοκομεία Ιωαννίνων, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, απετέλεσαν σταθμούς στην νεότερη ελληνική ιστορία όχι μόνο για τον όγκο των περιστατικών που κλήθηκαν να περιθάλψουν και να νοσηλεύσουν αλλά και για το απαράμιλλο σθένος και την ποιότητα των ιατρονοσηλευτικών υπηρεσιών που παρείχαν, κάτω από αντίξοες οικονομικά συνθήκες και χωρίς απαραίτητα όλο τον αναγκαίο εξοπλισμό, φάρμακα και εφόδια. Σε όλες τις προσπάθειες αυτές ουσιαστική ήταν η δράση του υγειονομικού προσωπικού του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και άλλων μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, σωματείων και συλλόγων. Η διατήρηση μέχρι και σήμερα σε λειτουργία εννιά στρατιωτικών νοσοκομείων σε όλη την Ελληνική Επικράτεια (του 401 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Αθηνών, του 417 Νοσηλευτικού Ιδρύματος του Μετοχικού Ταμείου Στρατού στην Αθήνα, του 414 Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ειδικών Νοσημάτων στην Πεντέλη, του 424 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Εκπαιδεύσεως στη Θεσσαλονίκη, του 404 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Λάρισας, του 411 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Τριπόλεως, του 412 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ξάνθης, του 492 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης και του 496 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Διδυμοτείχου) αντικατοπτρίζει την ανάγκη συνέχισης της πολιτικής διατήρησής τους, σύμφωνα με τις σύγχρονες στρατιωτικές και ιατρικές απαιτήσεις καθώς και τις διεθνείς εξελίξεις.