Η δεκαοκτάχρονη Ειρήνη ανακαλεί στη µνήµη της τα πιο ξεχωριστά, µέχρι τότε, Χριστούγεννα της ζωής της και µε έναν ζωηρό, γεµάτο αίσθηµα µονόλογο, παρόµοιο µε εξοµολόγηση, µας τα κάνει γνωστά. Ήταν µικρούλα και στην πόλη τους όλοι ετοιµάζονταν για τη µεγάλη γιορτή. Τα σπίτια γεµάτα ευωδιές, τα µαγαζιά γεµάτα, οι φούρνοι µοσχοµύριζαν και τα παιδιά, από πόρτα σε πόρτα, έλεγαν τα κάλαντα. Ευχές κι αγκαλιάσµατα, επιστροφή των ξενιτεµένων, επισκέψεις, κι ένας ήλιος σαν καλοκαιρινός. Παραµονή Χριστουγέννων, ηµέρα χαρµόσυνη για όλους, αλλά όχι για τη Μαγδαληνή, µια γυναίκα αποµονωµένη, µε την ψυχή φορτωµένη πίκρα από αβάσταχτο πένθος. Χρόνια ολοµόναχη η Μαγδαληνή, είχε γίνει σαν αγρίµι και ήταν εχρθρική, προς τα παιδιά προπαντός. Τα Χριστούγεννα όµως εκείνα, χάρη στην Ειρήνη και την οικογένειά της, κι έπειτα από ορισµένα ενδιαφέροντα γεγονότα, η ερηµίτισσα αφέθηκε ξανά στη ζεστασιά της ανθρώπινης επαφής, αισθάνθηκε πάλι τη φιλία και την αγάπη, γιορτάζοντας κι αυτή το θαύµα της Γέννησης µα και τη δική της αναγέννηση. Μια ιστορία αγάπης, αλληλεγγύης και σεβασµού στις προσπάθειες του ανθρώπου για αξιοπρέπεια.