Από την αφορμή μέχρι τον μύθο και την εξιστόρησή του και ως το τελικό αποτέλεσμα είναι μια διαδρομή αλληλεπίδρασης αναμνήσεων, βιωμάτων, εμπειριών και γνώσης, ένα ταξίδι στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Ταξιδέψαμε λοιπόν μαζί στο παιδικό της παρελθόν, στο μικρό της χωριουδάκι, στο Στρυμωνικό Σερρών, στη μεταπολεμική Μακεδονία, στις αναμνήσεις της από έθιμα πανάρχαια που αναβίωναν μέχρι και πρόσφατα. Ένα τέτοιο έθιμο για την ανομβρία, η Κουσκουντούρα, που τελούσαν οι κάτοικοι του χωριού σε περιόδους μεγάλης ξηρασίας, με ρίζες από τις παλιές πατρίδες, από όπου ξεριζώθηκαν, ήταν η αφορμή για το βιβλίο αυτό. Οι νέοι του χωριού κατασκεύαζαν ένα σκιάχτρο, μια «Κουσκουντούρα», και το περιέφεραν στους δρόμους από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας: «Κουσκουντούρα νε ιστέρ; Αλαχτάν γιαμούρ ιστέρ» δηλαδή Η Κουσκουντούρα τι θέλει; Από τον Θεό βροχή ζητάει. Μόλις το έλεγαν αυτό, οι νοικοκυρές έβγαιναν έξω με μία κατσαρόλα γεμάτη νερό και έβρεχαν την Κουσκουντούρα. Μαζί με αυτή βρέχονταν και οι νέοι που τη συνόδευαν. Κατά παράδοξο τρόπο, μετά από μία από δύο μέρες έβρεχε. Προχώρησε όμως η Έλλη το έθιμο παραπέρα στον κόσμο του παραμυθιού, η Κουσκουντούρα έγινε πριγκίπισσα, η λειψυδρία πρόβλημα πραγματικό της εποχής μας, με την κακή διαχείριση των νερών, μια καλή αφορμή να καταλάβουν τα παιδιά με απλό τρόπο ότι η φύση τιμωρεί όταν της κάνουμε κακό και πρέπει να προσέχουμε για να έχουμε. Τα μηνύματα πολλά, όταν διαβάσει κανείς, μικρός ή μεγάλος, το βιβλίο, καθώς το παραμύθι πάντα θα μας ταξιδεύει στον κόσμο του φανταστικού, δίνοντας όμως και αφορμές για σκέψη και προβληματισμό. Τα χρώματα από το πινέλο της Έλλης συνοδεύουν αρμονικά το κείμενο, με συνθέσεις μοναδικές, ονειρικές, που με τη σειρά τους μας ταξιδεύουν σε ένα φανταστικό βασίλειο, όπου οι ορτανσίες και τα γάργαρα νερά συνθέτουν ένα ιδανικό περιβάλλον, που τόσο μοιάζει με το όμορφο βουνό μας, το Πήλιο, τόπο που επέλεξαν η Έλλη και ο Κώστας για τη μόνιμη εγκατάστασή τους μετά την επιστροφή τους από τη Γερμανία και που τόσο αγαπούν! Ο χρόνος της καραντίνας για κάποιους ανθρώπους σπαταλήθηκε με γκρίνιες, φόβο ή αδράνεια, στης Έλλης όμως επικρατούσε καλλιτεχνικός αναβρασμός, με τη συγγραφή του βιβλίου, για το οποίο έχει συνθέσει και παιδική όπερα, με κατασκευές-γλυπτά για τους όμορφους κήπους του σπιτιού της στο Κατηχώρι, με δημιουργικό οίστρο, αισιοδοξία και αγάπη προς τη φύση, τη ζωή και τον άνθρωπο, και πιο πολύ για τα παιδιά, που είναι η ελπίδα για έναν κόσμο καλύτερο και πιο φωτεινό. Στα παιδιά λοιπόν ας παραδώσουμε αυτό το όμορφο βιβλίο να ταξιδέψουν στο φανταστικό βασίλειο της Κουσκουντούρας, με τα χρώματα και τις εικόνες του πινέλου της Έλλης μας. Κι ας ευχηθούμε το βιβλίο αυτό για τα παιδιά που θα το διαβάσουν, αλλά και για μας, «τα μεγαλύτερα παιδιά», να αποτελεί διαρκή υπενθύμιση για το πιο σημαντικό αγαθό της ζωής μας, το νερό, και αφόρμηση της επαγρύπνησής μας ενάντια στη σπατάλη και στην κακή διαχείρισή του.