Προδιαγραφές προϊόντων
Ημερομηνία Έκδοσης | 3/2021 |
Σελίδες | 352 |
Εξώφυλλο | Μαλακό εξώφυλλο |
Διαστάσεις | 24x17 |
Η βοή του μνήματος Σάββατο όλον πίναμε, την Κυριακή όλη μέρα Και την Δευτέρα το πρωί εσώθη το κρασί μας. Ο καπετάνιος μ’ έστειλε να πάω κρασί να φέρω. Ξένος εγώ και άμαθος δεν ήξερα τον δρόμο Και πήρα στράτες, ξώστρατες και ξένα μονοπάτια. Το μονοπάτι μ’ έβγαλε σε μια ψηλή ραχούλα, Ήταν γεμάτη μνήματα, όλ’ από παλληκάρια. Έν μνήμα ήταν μοναχό, ξέχωρο από τ’ άλλα. Δεν είδα και το πάτησα απάνω στο κεφάλι. Βοή ακούω και βροντή από τον Κάτω κόσμο. — Τι έχεις μνήμα και βογκάς και βαριαναστενάζεις; Μη ’να το χώμα σου βαρύ, μη ’να η μαύρη πλάκα; — Ουδέ το χώμα μου βαρύ, ουδέ η μαύρη πλάκα, Μόν’ το ’χω μάρα κι εντροπή κι έναν καημό μεγάλο. Το πώς με καταφρόνησες, με πάτησες στο κεφάλι. Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι, Δεν επερπάτησα κι εγώ νύχτα με φεγγάρι; Με δέκα σπιθαμές σπαθί, με μια οργιά τουφέκι; Τάχα δεν επολέμησα σαν άξιο παλληκάρι; Τριάντα εχθρούς απέσφαξα εις έν ημερονύχτι, Και άλλους σαράντα λάβωσα στον πόλεμο απάνω. Μα το σπαθί τσακίστηκε, έγινε δυο κομμάτια Κι ένας εχθρός Τουρκόσκυλος, με άτι με προφταίνει.